Τα Επτάνησα και το Τάγμα των Ιησουιτών

Στις 31 Ιουλίου η Καθολική Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Ιγνατίου Λογιόλα, πρεσβύτερου και ιδρυτή του Τάγματος των Ιησουιτών. Η Εταιρεία του Ιησού (στα λατινικά Societas Iesu), γνωστή περισσότερο ως Τάγμα των Ιησουιτών, ιδρύθηκε το 1534 από τον ισπανό μοναχό Ιγνάτιο Λογιόλα και αναπτύχθηκε ως θρησκευτικό μοναχικό Τάγμα στο πλαίσιο της Συνόδου του Τρέντο (1545-1563) και της Αντιμεταρρύθμισης, απέναντι στην εξάπλωση των διαφόρων προτεσταντικών Εκκλησιών και των κηρυγμάτων τους.

Ο Ιγνάτιος (Íñigo López de Loyola), από ευγενή οικογένεια της χώρας των Βάσκων, γεννήθηκε το 1491 και υπηρέτησε ως στρατιωτικός τον Ισπανό Βασιλέα. Η στρατιωτική του σταδιοδρομία διεκόπη μετά από έναν σοβαρό τραυματισμό και ο Ιγνάτιος στη συνέχεια επιδόθηκε στη μελέτη της ζωής και του έργου των μεγάλων Αγίων της Καθολικής Εκκλησίας, ζώντας μία ζωή ασκητική και οραματιζόμενος - σύμφωνα με τα Γραπτά του – την Παναγία και τον Απόστολο Παύλο που καθοδηγούσαν τη βιωτή του. Το 1523 επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους, επιδιώκοντας να εργαστεί δίπλα στα μοναχικά Τάγματα που εξυπηρετούσαν τα Χριστιανικά προσκυνήματα και τους προσκυνητές, στη συνέχεια όμως αποφάσισε να θέσει τις υπηρεσίες του απευθείας στον Πάπα. Ύστερα από πολυετείς σπουδές στη Μπαρτσελόνα, στη Σαλαμάνκα και στο Παρίσι και συνοδευόμενος από έξι ακόμα φίλους του, οι οποίοι ασπάζονταν τις ίδιες ιδέες και τα ίδια οράματα, ίδρυσαν την Εταιρεία του Ιησού και στις 15 Αυγούστου 1534 έδωσαν τους παντοτινούς όρκους αγνότητας, πενίας και υποταγής στην εκκλησιαστική τους αρχή. Το 1540 επισκέφθηκαν τη Ρώμη και τον Πάπα, ορκιζόμενοι πίστη στην εξουσία του και ζητώντας του να ευλογήσει και να αναγνωρίσει το Τάγμα τους, στο οποίο ο Ιγνάτιος εκλέχτηκε πρώτος Γενικός Προϊστάμενος. Πέθανε Ρώμη στις 31 Ιουλίου 1556 και ανακηρύχθηκε Άγιος της Καθολικής Εκκλησίας το 1622 από τον Πάπα Γρηγόριο το 15ο.

Μία από τις σπουδαιότερες πρωτοβουλίες που ανέλαβε το Τάγμα υπήρξε η ίδρυση σχολείων και Πανεπιστημίων σε όλη την Ευρώπη, όπου φημισμένοι καθηγητές και μέλη του Τάγματος δίδασκαν κλασικές κυρίως σπουδές, ηθική της φιλοσοφίας, Βιβλικές γλώσσες, ποίηση, θέατρο και θεολογία. Σύντομα, η εκπαίδευση όλων των ευγενών της Ευρώπης βρίσκονταν στα χέρια τους και τα σπουδαιότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα υπό τον έλεγχό τους. Σε δική τους συμβολή οφείλεται η ίδρυση του Ελληνικού Κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη το 1577, όπου καθολικοί και ορθόδοξοι από διάφορες ελληνικές περιοχές σπούδαζαν και φιλοξενούνταν από την Καθολική Εκκλησία, αλλά και η δημιουργία δεκάδων τυπογραφείων με σκοπό την έκδοση βιβλίων στην ελληνική γλώσσα που θα ενθάρρυναν ενωτικές προσπάθειες μεταξύ των Εκκλησιών, οι οποίες - λόγω ιστορικά αναγνωρισμένων σκοπιμοτήτων - είχαν αποτύχει παλαιότερα. Σπουδαίοι και σοφοί ουμανιστές και λόγιοι, που προσηλυτίστηκαν στον καθολικισμό, όπως ο Χιώτης Λέων Αλλάτιος και ο Κερκυραίος Πέτρος Αρκούδιος και τα αδέρφια του, οι Ζακυνθινοί Ιωάννης Βοναφές και Αλέξανδρος Βασιλόπουλος, ο Κεφαλονίτης Ιωάννης Δημησιάνος και πολλοί ακόμα, αποφοίτησαν από το Ελληνικό Κολλέγιο και εργάστηκαν για τη διάδοση του καθολικού δόγματος αλλά και του ελληνικού πνεύματος. Η βασική όμως υπηρεσία των Ιησουιτών, στην Εκκλησία της Ρώμης και στον Πάπα, ήταν η ίδρυση ιεραποστολών σε όλο τον κόσμο, η διάδοση του ευαγγελικού μηνύματος σε πληθυσμούς που δεν είχαν δεχθεί το χριστιανισμό, όπως στην Κίνα και στην Άπω Ανατολή, αλλά και σε περιοχές της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, αλλά και η προσπάθεια ανάσχεσης των προτεσταντικών Εκκλησιών που αντιμάχονταν την Εκκλησία της Ρώμης.

Η εξάπλωση του Τάγματος μέχρι το θάνατο του ιδρυτή του το 1566 υπήρξε ραγδαία, τα εκπαιδευτικά και ιεραποστολικά τους καθιδρύματα πολλαπλασιάζονταν και η συμμετοχή των μελών του ως παιδαγωγοί, εξομολόγοι και σύμβουλοι στις διάφορες ευρωπαϊκές βασιλικές αυλές, όσο ραγδαία υπήρξε, άλλο τόσο δημιουργούσε υποψίες σε κύκλους που επιβουλεύονταν το έργο του και ανησυχούσαν για την ανάπτυξή του.

Στα μέσα του 18ου αιώνα ξεκίνησε μία οργανωμένη προσπάθεια ανάσχεσης της δραστηριότητάς τους. Οι Γάλλοι μονάρχες τους απέβαλλαν από τα όρια του Βασιλείου τους και το 1773 ο Πάπας Κλήμης ο 14ος αναγκάστηκε να καταργήσει την Εταιρεία. Το Τάγμα, μέχρι την οριστική του αποκατάσταση από τον Πάπα Πίο τον 7ο το 1814, βρήκε προστασία και συνέχισε να δραστηριοποιείται στις αυλές της Αικατερίνης της Μεγάλης στη Ρωσία και του Φρειδερίκου του Β’ της Πρωσίας.

Το ενδιαφέρον των Ιησουιτών για τον ελληνικό χώρο και τον ελληνικό κόσμο υπήρξε πάντοτε ιδιαιτέρως διακριτό. Ο πρώτος … ιησουίτης που επισκέφθηκε ποτέ την Ελλάδα ήταν ο ίδιος ο ιδρυτής του Τάγματος ο Ιγνάτιος Λογιόλα. Στις 14 Αυγούστου του 1523 ο Ιγνάτιος, επιστρέφοντας από τους Αγίους Τόπους, αγκυροβόλησε στην Αμμόχωστο της Κύπρου και από εκεί αναχώρησε ξανά για τη Βενετία. Επιστρέφοντας ξανά στην Κύπρο, το καράβι του λόγω κακοκαιρίας, έδεσε στην Κεφαλληνία όπου ο Ιγνάτιος πέρασε τα Χριστούγεννα του 1523. Επίσκοπος Κεφαλληνίας – Ζακύνθου την περίοδο εκείνη ήταν ο Ferdinandus de Medicis (1521 – 1550), δεν υπάρχουν όμως πληροφορίες για κάποια επικοινωνία των δύο ανδρών. Στα μέσα του 1560 Βενετοί Ιησουίτες της Ναυτικής Αποστολής επισκέφθηκαν την Κέρκυρα, χωρίς να βρουν εύφορο έδαφος για να εργαστούν. Κάτι αντίστοιχο επιχειρήθηκε ένα σχεδόν αιώνα μετά, όταν Αδελφοί από τη Μονή του Αγίου Βενέδικτου της Κωνσταντινούπολης στάθμευσαν στο λιμάνι της Κέρκυρας. Η αντίδραση τόσο του Βενετού Προβλεπτή όσο και του Αρχιεπισκόπου υπήρξε τόσο αναπάντεχα άφιλη, που οι ιησουίτες ιερομόναχοι, συνοδευόμενοι από φρουρά, αναγκάστηκαν να επιβιβαστούν στο καράβι τους και να αναχωρήσουν. Θερμότερα δεκτοί έγιναν στο Αργοστόλι, στο Ληξούρι, στη Ζάκυνθο και στα Κύθηρα, επόμενους σταθμούς της περιοδείας τους πριν την επιστροφή τους στην Κωνσταντινούπολη.
Το Τάγμα ήδη από την αναγνώρισή του ενδιαφέρθηκε να οργανώσει την εγκατάστασή του στην Ανατολή. Μέσα από κινητές – αρχικά – αποστολές, αλλά και κάποιες βραχύβιες ναυτικές ιεραποστολές στο Αιγαίο, θα εγκατασταθεί πρώτα στην Κωνσταντινούπολη το 1583, στην Κρήτη το 1588, στη Χίο το 1594, στη Σμύρνη το 1623, στην Κύπρο και στη Νάξο το 1627-8, στη Μακεδονία το 1633, στις Καρυές του Αγίου Όρους το 1635, ύστερα από αίτημα του ηγουμένου της Μονής Βατοπεδίου Ιγνάτιου προς τον Πάπα το 1628, για τη μόρφωση των ορθοδόξων μοναχών, στο Ναύπλιο και στην Αθήνα το 1640, στην Πάρο το 1641, στη Σαντορίνη το 1642, στην Εύβοια το 1642, στην Άνδρο το 1657, στη Μήλο το 1661, στην Τήνο το 1679 και στη Σύρο το 1744. Τέσσερις μοναχοί και τέσσερις ιερομόναχοι ιησουίτες, γνωρίζουμε πως συνέδραμαν τα ελληνικά πληρώματα στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου τον Οκτώβριο του 1571, ενώ το πρώτο καθίδρυμα του Τάγματος στον ελληνικό χώρο υπήρξε, την ίδια περίοδο, ο Άγιος Αντώνιος ο Εξωμερίτης στη Χίο.
Τα Επτάνησα και συγκεκριμένα τη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα επισκέπτεται το 1649 και το 1659 ο σαντορινιός ιησουίτης François Richard ο οποίος καταλείπει μία όμορφη περιγραφή των νησιών και των κατοίκων τους. Στα μέσα της δεκαετίας του 1670 επιχειρείται, στη Ζάκυνθο, η ίδρυση ενός Κολλεγίου, μέσα στη Μονή του Προφήτη Ηλία των Δομινικανών, για το οποίο είκοσι διαπρεπείς οικογένειες, οι περισσότερες ορθόδοξες, θα προσέφεραν εκατό δουκάτα η καθεμία ετησίως για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Το έργο αυτό αν δεν υλοποιήθηκε, τουλάχιστον υπήρξε ιδιαιτέρως βραχύβιο, σύμφωνα με έκθεση που σώζει ο αρχιεπίσκοπος Ιεραπόλεως Ιωσήφ Σεμπαστιάνι, επισκεπτόμενος τα νησιά το 1667.
Αυτό που θεωρείται πάντως πολύ πιθανό και πολύ σημαντικό από τους ιστορικούς του θεάτρου, είναι το πρώιμο ανέβασμα την εποχή εκείνη στη Ζάκυνθο και στα ελληνικά, του θεατρικού έργου «Ζήνων», μετάφραση του ομώνυμου έργου του άγγλου ιησουίτη Joseph Simons.
Το 1687 ο ιησουίτης ιστοριογράφος των Δουκών της Νάξου Robert Saulger επισκέφθηκε την Κέρκυρα και περιέγραψε την άμυνα των κερκυραίων στο βενετικό φρούριο απέναντι στο στόλο του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα έναν αιώνα νωρίτερα. Ένας από τους τελευταίους ιησουίτες που επισκέφθηκαν την Κέρκυρα υπήρξε ο διακεκριμένος θεολόγος και συγγραφέας Domenico Terexeira, στενός φίλος του τελευταίου επί Βενετοκρατίας αρχιεπισκόπου Maria Francesco Fenzi και του κερκυραίου νομοδιδάκτορα Στυλιανού Βλασσόπουλου.
Παρ’ όλ’ αυτά, τέσσερις επτανήσιοι, ένας Κεφαλλονίτης και τρεις Ζακυνθινοί εισήλθαν στο Τάγμα του Ιησού και διακρίθηκαν στην αποστολή τους:
Ο πρώτος υπήρξε ο Ζακυνθινός Ερμόδωρος Ρέτζιος (1579-1655), από Χιώτες γονείς γενοβέζικης καταγωγής. Οικότροφος του Αγίου Αθανασίου και του Ρωμαϊκού Κολλεγίου εργάστηκε στη Χίο και στις Κυκλάδες. Είναι γνωστός στην ελληνική βιβλιογραφία ως «δεινός ελληνιστής», αλλά και για την περίφημη συλλογή παροιμιών που συγκέντρωσε κατά την πολύχρονη καθηγεσία του στη Μονή του Τάγματος στη Νάξο.
Δεύτερος επτανήσιος ιησουίτης υπήρξε ο Ληξουριώτης Ιωάννης Ανδρέας Τυπάλδος (1686-1760), ανιψιός του Αρχιεπισκόπου Φιλαδελφείας (Ορθόδοξη Μητρόπολη Βενετίας) Μελέτιου Τυπάλδου. Ο Ιωάννης Ανδρέας ο οποίος διετέλεσε τρόφιμος του Ελληνικού Κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη, χρημάτισε στη συνέχεια Καθηγητής στο Ρωμαϊκό Κολλέγιο του Τάγματος, καταλείποντας ένα πλούσιο συγγραφικό θεολογικό και απολογητικό έργο.

Τρίτος ιησουίτης με καταγωγή από το Ιόνιο Πέλαγος, υπήρξε ο Ζακυνθινός Εμμανουήλ Κουερίνης (1694-1776), από επιφανή οικογένεια της πόλης με ρίζες από την Κρήτη. Ο Κουερίνη, ο οποίος είχε μια βαθιά καλλιτεχνική παιδεία, κυρίως μουσική, οργάνωσε, υπηρέτησε και διεύθυνε τις αποστολές του Τάγματος στην μακρινή Παραγουάη, αλλά και στην Αργεντινή, οργανώνοντας περίφημους οικισμούς για τους Ινδιάνους. Οι εκθέσεις του ως Έπαρχος των αποστολών του Τάγματος στην Παραγουάη κρύβουν μία βαθιά λογοτεχνική αξία. Σκοπός του Τάγματος και του ίδιου προσωπικά ήταν ο εκχριστιανισμός των ιθαγενών, αλλά η προστασία των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και εθίμων τους και πάνω απ’ όλα η προστασία τους από τις αυθαιρεσίες των ισπανών, κυρίως εμπόρων και τυχοδιωκτών, που εποφθαλμιούσαν τον πλούτο της περιοχής. Για όσους έχουν δει την ταινία “The Mission” (1986) του Rolland Joffé, με την εμβληματική μουσική του Ennio Mοrricone και τις ερμηνείες των Jeremy Irons και Robert De Niro, τα λόγια είναι περιττά.

Τελευταίος έλληνας ιησουίτης που αξίζει να μνημονευθεί είναι ο Ζακυνθινός π. Λεονάρδος Φιλίππου (1895-1944). Χάρη στην πρωτοβουλία του κερκυραίου καθολικού Αρχιεπισκόπου Θεοδώρου Αντωνίου Πόλιτο (1901-1911), ο οποίος είχε υπηρετήσει ως Επίσκοπος Σύρου από το 1895 έως το 1901, αλλά και του Γενικού Ηγουμένου του Τάγματος στην Ελλάδα π. Gaetano Romano, επιχειρήθηκε η ίδρυση ενός μικρού σταθμού στη Ζάκυνθο, που θα επάνδρωναν μοναχοί από την Τήνο και τη Σύρο, το έργο όμως δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί ποτέ. Έτσι ο νεαρός Λεονάρδος εργάστηκε στη Σικελία και από εκεί στη Μονή του Τάγματος στην Αθήνα, μέχρι το θάνατό του.
Σ’ αυτούς θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τον π. Ιωσήφ Λαΐνη που εντοπίζεται στη Ζάκυνθο το 1786 και τον γεννημένο στην Αθήνα π. Παύλο Μπουχάγιαρ (1926-2009) με ρίζες από τη Ζάκυνθο και απώτερη καταγωγή τα νησιά του Μαλτέζικου αρχιπελάγους.

Πέρα από τα έργα φιλανθρωπίας και τη θρησκευτική μόρφωση που επεδίωξαν οι ιησουίτες στη βάση του δικού τους πολιτισμικού και θρησκευτικού μοντέλου, μεγάλη είναι η συνεισφορά στους στην αναγέννηση και διατήρηση της ελληνικής γραμματείας. Σε αυτούς οφείλεται η ανάπτυξη της ελληνικής λεξικογραφίας, η ανάπτυξη του Κρητικού και Χιώτικου Θεάτρου, της χαρτογραφίας, η έρευνα και η δημοσίευση πολύτιμων πηγών για την ιστορία, τη γεωγραφία, τα έθιμα και τα ήθη των ελλήνων και πλείστα άλλα έργα. Η συλλογή επίσης πληροφοριών και εντύπων της ελληνικής γλώσσας, που με μεγάλη επιμέλεια φυλάσσονται σήμερα στα αρχεία τους, αποτελούν πολύτιμη πηγή γνώσης και πληροφοριών για τους νεότερους ερευνητές.

Αν και η ανάπτυξή του Τάγματος του Ιησού στην Ελλάδα, μέχρι και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα υπήρξε κατά γενική ομολογία αξιόλογη, στην μακραίωνη ιστορία τους, οι Ιησουίτες, δέχθηκαν μία απίστευτη πολεμική, ακόμα και μέσα στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας. Οι ενέργειες προσεταιρισμού και προσηλυτισμού του παρελθόντος, αλλά και η εμπλοκή του Τάγματος σε διπλωματικές υποθέσεις που αφορούσαν στους Έλληνες και στις σχέσεις τους με την Υψηλή Πύλη και το Βασίλειο της Γαλλίας, ήταν οι κυριότερες αιτίες που οδήγησαν σε προκατάληψη, δυσπιστία και μία έντονη πολεμική εναντίον τους.
Προσπάθειες για την εγκατάσταση Ιησουιτών στα Επτάνησα επιχειρήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας, προσέκρουσαν όμως στην αντιπαπική Βενετική πολιτική, αλλά και στις ανταγωνιστικές σχέσεις που χαρακτήριζαν την περίοδο εκείνη τη Ρώμη και το Τάγμα των Ιησουιτών. Σε ότι αφορά πάντως στην Κέρκυρα, στα μέσα του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα το 1863 ο Πρωθηγούμενος του Τάγματος των Ιησουιτών στην Ελλάδα π. Aloisio Bonaventura ταξίδεψε από τη Σύρο στην Κέρκυρα για να συζητήσει με τον Αρχιεπίσκοπο Σπυρίδωνα Μανταλένα (1860-1884) την προοπτική ίδρυσης ενός Κολλεγίου στο νησί, που θα διεύθυναν οι Πατέρες Ιησουίτες. Ο Μανταλένα απευθύνθηκε στην Προπαγάνδα για τη διάδοση της Πίστης στη Ρώμη, ενημερώνοντας γι’ αυτό το ενδεχόμενο και ζήτησε μάλιστα ένα δάνειο για την αγορά ενός κατάλληλου οικήματος για τη φιλοξενία της Σχολής. Οι ατέρμονες συζητήσεις με το Τάγμα και μία σειρά παραμέτρων που εμφανίζονταν διαρκώς, καθυστέρησαν και δυσχέραιναν το εγχείρημα. Από το 1866 έως το 1868 η επικοινωνία μεταξύ της Αρχιεπισκοπής, της Ρώμης και του Τάγματος εντάθηκε, υπέκυψε όμως στην αντίδραση της Ελληνικής πλέον Πολιτείας και μίας μεγάλης μερίδας ντόπιων λογίων, που αντιτίθονταν σφοδρότατα στη δημιουργία «ιησουίτικου καθιδρύματος» στο νησί. Ήδη από το 1858, όταν στην Κέρκυρα εγκαταστάθηκαν οι Μοναχές της Παναγίας της Συμπονοίας, από τη Μασσαλία, ιδρύονταν το περίφημο Γαλλικό Οικοτροφείο – Παρθεναγωγείο, ο κερκυραϊκός τύπος υπήρξε ιδιαίτερα καυστικός απέναντι στο εκπαιδευτικό και ιεραποστολικό έργο που ευαγγελίζονταν. Παρ’ όλ’ αυτά τον Ιούλιο του 1868 η άδεια λειτουργίας του Κολλεγίου των Ιησουιτών θα δοθεί στην Αρχιεπισκοπή, το εκπαιδευτικό αυτό σχέδιο όμως δε θα ολοκληρωθεί ποτέ. Με το δάνειο πάντως που είχε λάβει ο Μανταλένα, αγοράστηκε το κτίριο (απέναντι από την είσοδο του Ναού της Παναγίας Ευαγγελίστριας «Annunziata»), το οποίο τελικά θα στεγάσει, το 1870, το νέο Μέγαρο της Καθολικής Αρχιεπισκοπής. Η Αρχιεπισκοπή θα παραμείνει εκεί μέχρι το βράδυ της 13ης Σεπτεμβρίου 1943, όταν η γερμανική αεροπορία θα βομβαρδίσει και θα κάψει το κτίριο και το μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού κέντρου της Κέρκυρας.

Στο σημερινό σημείωμα, που δε φιλοδοξεί φυσικά να φωτίσει την ιστορία του Τάγματος στον Ιόνιο χώρο, αλλά να παρουσιάσει μία μικρή πτυχή της παρουσίας του, δημοσιεύουμε δύο όψεις του αρχοντικού στην πλατεία Ρούγα, προς τη συνοικία των Αγίων Σαράντα, στην πόλη της Ζακύνθου, όπου σύμφωνα με την παράδοση λειτούργησε ιεροσπουδαστήριο Ιησουιτών. Αν και δεν υπάρχουν βάσιμες αναφορές για τη σχέση αυτού του ιεροσπουδαστηρίου με το Τάγμα των ιησουιτών, γνωρίζουμε πως το ίδρυσε ο Επίσκοπος Aloysius Lastaria (1831-1834) με τον ανιψιό του Ανδρέα, ιερέα του Καθεδρικού Ναού του Αγ. Μάρκου, για τη θρησκευτική επιμόρφωση των καθολικών παιδιών και τη διδασκαλία της φιλολογίας και της χριστιανικής ηθικής. Σύμφωνα με τις περιγραφές, τρία πέτρινα αγάλματα που παρίσταναν τον Λωτ ανάμεσα στις κόρες του, συγκρατούσαν τον περίτεχνο πέτρινο εξώστη, που χαρακτηρίζονταν από μία μπαρόκ, καλλιτεχνική έκφραση. Στην περικαλλή πρόσοψή του σώζονταν το έμβλημα του Τάγματος, (ο ήλιος με τα τρία αρχικά της λέξης Ιησούς “ΙΗS”), μέχρι την ολοκληρωτική του καταστροφή από τους σεισμούς, το μεσημέρι της 12ης Αυγούστου 1953.

Σ.Γ.