Τα εγκαίνια του Καθεδρικού Καθολικού Ναού Κερκύρας το 1905

Ο Καθολικός Καθεδρικός Ναός της Κέρκυρας, ο “Ντόμος” όπως είναι ευρύτερα γνωστός οικοδομήθηκε στο κέντρο της σημαντικότερης πλατείας του νησιού, την περίοδο της Βενετοκρατίας, ανάμεσα στα κτίρια του Βαϊλάτου, της Loggia (της λέσχης) των βενετών ευγενών και των αξιωματικών του στόλου, του κτιρίου της Αστυνομίας και του Μεγάρου του Λατινεπισκόπου. Οι πληροφορίες για την ίδρυση του Ναού δεν είναι σαφείς.

Γνωρίζουμε ότι στα μέσα του 15ου αιώνα, στην περιοχή, όπου σήμερα βρίσκεται ο “Ντόμος” υπήρχε ένας ερειπωμένος ναός και τα μέλη της Αδελφότητος των Αγίων Ιακώβου και Χριστόφόρου, έλαβαν άδεια να οικοδομήσουν έναν ξενώνα για να αναρρώνουν εκεί προσκυνητές που ταξίδευαν προς ή από τους Αγίους Τόπους. Η νέα εκκλησία που αφιερώθηκε στον Άγιο Ιάκωβο και από εκείνον η πλατεία πήρε το όνομά της, καταστράφηκε το 1537 κατά τη διάρκεια της μεγάλης τουρκικής πολιορκίας και ανοικοδομήθηκε το 1553. Καταστράφηκε πάλι το 1571, ξανά από τους Τούρκους, ενώ με την ανακατασκευή της το 1632 ανακηρύχθηκε σε καθεδρικό και ενοριακό ναό των Λατίνων της Κέρκυρας. Ο “Ντόμος” στο βάθος των αιώνων δέχθηκε συχνές ανακαινίσεις, μετατροπές και επεμβάσεις: το 1658, το 1709, το 1905 από το μηχανικό Σερπιέρη, το 1970 που ανοικοδομήθηκε το ερείπιο που άφησαν τριάντα χρόνια ασκεπές οι γερμανικοί βομβαρδισμοί του 1943 και τέλος το 20>>>>

Το 1905 επί αρχιερατείας του κερκυραίου Θεόδωρου Αντώνιου Πόλιτο, ο Ναός θα υποστεί μία ριζική ανακαίνιση, τόσο εξωτερικά όσο και στο εσωτερικό του. Το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς ο κερκυραίος ιερέας Νικόλαος Αρλώτης (1873-1942) δημοσιεύει στην εφημερίδα “Φωνή της Κέρκυρας” μία περιγραφή του ανακαινισμένου Ναού. Η ανταπόκριση αυτή θα ταξιδέψει και σε άλλα έντυπα της εποχής, ανάμεσα σ' αυτά στην Καθολική Επιθεώρησις εκ Κωνσταντινουπόλεως (τεύχος 77, Κων/λη 01/12/1905, σ. 1221-1223) και στην Αρμονία (περ. Γ’, έτ. Γ’, αρ. 23, 01/12/1905, σ. 367 – 368). Την ώρα που γράφονταν αυτή η στήλη ο γράφων ενημερώθηκε για την ανακάλυψη στο εξωτερικό, ενός σπουδαίου φωτογραφικού τεκμηρίου, που εμφανίζει το εσωτερικό του ανακαινισμένου ναού την περίοδο των εγκαινίων και της καθαγίασής του.

“Αγιασμός και εγκαίνια του Καθεδρικού Ναού των Λατίνων εν Κερκύρα”

“Την παρελθούσαν Κυριακήν (23 Οκτωβρίου) επέτειον της καθιερώσεως του Καθεδρικού Ναού των Λατίνων, ετελέσθησαν μεγαλοπρεπώς τα εγκαίνια αυτού, αρτίως επισκευασθέντος.

Την 9 ½ π.μ. ακριβώς η Α.Π. ο Αρχιεπίσκοπος μεθ’ όλου του κλήρου του προέβη εν λιτανεία εις τον εξωτερικόν τε και εσωτερικόν αγιασμόν του Ναού, μεθ’ων εψάλη υπό του ιδίου η Αγία Λειτουργία. Μετά το Ευαγγέλιον ο π. Ιεράρχης εξεφώνησε καταλληλότατον και συγκινητικώτατον λόγον, υπενθυμίσας συν τοις άλλοις ότι, καίτοι παν ό,τι πολύτιμον και εύμορφον προσφέρουσιν αι ωραίαι τέχναι, προσέτι δε ο χρυσός και ο άργυρος δέον να στολίζωσι τον οίκον του Θεού, ούχ’ ήττον όμως, ο σπουδαιότερος διάκοσμος αυτού πρέπει να είναι η εύσχημος συμπεριφορά, ο σεβασμός και ευλάβεια των εις αυτόν προσερχομένων, πεπειθότων ότι ο οίκος του Θεού είναι οίκος προσευχής.

Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας το πλήθος, ούτινος ο Ναός έβριθε, έμεινε θαυμάζον τα διάφορα έργα τα εν αυτώ τελεσθέντα. Η ευχαρίστησις, η ικανοποίησις και η χαρά ήσαν εζωγραφημέναι εις τα πρόσωπα πάντων οίτινες ηπόρουν πως εν διαστήματι εξ μηνών ηδυνήθη να μεταμορφωθή κατά τρόπον τοιούτον ο εν αθλία ήδη καταστάσει καταντήσας εκείνος Ναός. Και όντως η επισκευή, ή μάλλον ο ανακαινισμός του εν λόγω Ναού επέτυχε, κατά την γνώμην απάντων, εκτός ελαχίστων τινών εξαιρέσεων, θαυμασίως, ως ευηρεστήθησαν να μας είπωσι και ειδήμονες επισκεφθέντες και επισταμένως εξετάσαντες Αυτόν.

Χάριν των αναγνωστών μας και των τυχόν μη επισκεφθέντων τον Ναόν τούτον, παραθέττομεν ενταύθα μικράν περιγραφήν των κυριοτέρων τελεσθέντων έν αυτώ έργων.

Εις το βάθος του Ναού, άνωθεν του κεντρικού βωμού (Altare Maggiore) εγείρεται, ως εν θριάμβω, ωραιοτάτη εικών της Θεομήτορος κρατούσα εις τους κόλπους Αυτής το Θείον Νεογνόν, εντεύθεν δε και εκείθεν οι Άγιοι Ιάκωβος και Χριστόφορος έπ’ ονόματι των οποίων τιμάται η Εκκλησία. Η όντως καλλιτεχνική αύτη εικών εθαυμάσθη παρά πάντων ανεξαιρέτως. Επί του θόλου του ιδίου Βωμού είναι επιτυχέστατα εζωγραφισμένον χωρίον της Αποκαλύψεως, παριστάνον τους είκοσι και τέσσαρας πρεσβυτέρους γονυκλινείς προ του Θρόνου του Υψίστου και υπ’ Αυτόν τον Θείον Αμνόν, ως πεφονευμένον, άγγελοι δε κρατούσι ταινίαν εν η είναι γραμμένον λατινιστί (Virgini quatuor seniors ceciderunt ante thronum Dei).

Έργον καθ’ όλα λαμπρόν είνε και το σύμπλεγμα των εικόνων εζωγραφισμένων επί της ουρανίας της εκκλησίας, εις το μέσον ίσταται ο Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός κρατών τον Σταυρόν, δεξιά δε και αριστερά η Θεοτόκος και ο Άγιος Ιωσήφ ολίγον κατωτέρω και εις το μέσον οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος, ένθεν δε και εκείθεν οι τέσσαρες ευαγγελισταί και κατωτέρω δύο άγγελοι κρατούντες εκάτερος βιβλίον ανοικτόν, ενώ αναγιγνώσκεται εις μεν το του δεξιού ελληνική επιγραφή «Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων» εις δε το του αριστερού η λατινική “Christus regnat, imperat”. Το όλον σύμπλεγμα περιστοιχίζεται υπό σωρείας μικρών άλλων αγγέλων.

Άνωθεν του χορού είναι εζωγραφισμένον το σύμβολον της πίστεως και εις το αντίθετον μέρος η Ελπίς και η Ελεημοσύνη. Κομψότατος προσέτι είναι και ο καινουργής βωμός όπου ετοποθετήθη η Παναγία τιμωμένη υπό τον τίτλον “Madonna della Salute” όλος έξ’ εκλεκτού μαρμάρου κομισθείς έξ Ιταλίας. Εκ νέου επίσης έγινε η εικών των αγίων επισκόπων Σπυρίδωνος και Αρσενίου καθώς και αι εικόνες των αγίων Αποστόλων Κερκύρας Ιάσωνος και Σωσιπάτρου. Πάντες οι τοίχοι, αι αψίδες και αι στοαί εχρωματίσθησαν ποικίλως εις τεχνιτόν μάρμαρον. Επί των τοίχων τέλος της εκκλησίας είναι επιτυχέστατα εζωγραφισμένοι τέσσαρες θεοφόροι πατέρες, δύο της ανατολικής και δύο της δυτικής εκκλησίας, δεξιά μεν οι άγιοι Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Αμβρόσιος αριστερά δε οι άγιοι Βασίλειος και Αυγουστίνος.

Αι κοσμούσαι τον ρηθέντα ναόν εικόνες είνε έργον του διακεκριμένου ζωγράφου Αιδ. Πατρός Αντωνίου Balsamo όστις ειργάσθη άνευ συμφέροντος και μετά εκτάκτου φιλοπονίας όπως αποπερατώση εγκαίρως την εργασίαν. Τους διαφόρους χρωματισμούς του ναού εξετέλεσεν ο ικανός τεχνίτης Antonino Rifici εκ Μεσσήνης της Ιταλίας”.

Σπύρος Γαούτσης