Σε ένα μικρό στενό, στο βιομηχανικό -κάποτε- προάστιο της Γαρίτσας, πίσω από το χώρο που κάποτε λειτουργούσε το εργοστάσιο του Μπάκλη, βρίσκεται ένας μικρός καθολικός ναός αφιερωμένος στην Παναγία της παντοτινής βοήθειας.
Ο ναός ιδρύθηκε το 1924 ύστερα από αίτημα δεκάδων καθολικών οικογενειών της περιοχής στον εφημέριο του καθεδρικού ναού, τον αείμνηστο ιερέα Σπυρίδωνα Τσίλια. Το βαρύ εργασιακό τους πρόγραμμα και οι αποστάσεις, τους ώθησαν να ζητήσουν την ίδρυση ενός παρεκκλησίου στη γειτονιά τους, όπου θα μπορούσαν να εκκλησιάζονται και να τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Ο π. Σπύρος σε συνεργασία με τον αδελφό του, ιερέα Ιωσήφ Τσίλια, και μία καθολική οικογένεια της γειτονιάς, αυτή του Σπυρίδωνα Μποτετζάγια ανέλαβαν την αγορά του οικοπέδου και την οικοδόμηση στη βάση μία παλαιάς κατοικίας του παρεκκλησίου. Οι μακαριστοί ιερείς Σπυρίδων Ρουγγέρης και ο γαριτσιώτης π. Νικόλαος Ψάιλας υπηρέτησαν για πολλά χρόνια τους καθολικούς της Γαρίτσας και μέχρι σήμερα, ο ναός, δεν έχει παύσει να λειτουργεί τις Κυριακές για την κοινότητα των πιστών της ευρύτερης περιοχής.
Το 1943, κατά τη διάρκεια των γερμανικών βομβαρδισμών, ο ναός υπέστη ζημιές οι οποίες αποκαταστάθηκαν το διάστημα που ακολούθησε. Εκείνη την περίοδο ο ναός επεκτάθηκε κατά λίγα μέτρα, ανοίχθηκαν περιμετρικά φεγγίτες για να μπαίνει περισσότερο φως και μεταφέρθηκε, στα πλαϊνά, το απέριττο κωδωνοστάσιο με την παλιά καμπάνα.
Ο ναός της Παναγίας στη Γαρίτσα πανηγυρίζει την 15η Αυγούστου, ανήμερα της κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στο κεντρικό του βήμα δεσπόζει η βυζαντινής τεχνοτροπίας εικόνα με το προσωνύμιο Παναγίας της παντοτινής βοήθειας ή βρεφοκρατούσα Παναγία της Καρδιώτισσας του εικονογραφικού τύπου της Παναγίας Οδηγήτριας. Ο εικονογραφικός αυτός τύπος συναντάται για πρώτη φορά στο μοναστήρι της Κεράς Καρδιώτισσας, στους δυτικούς πρόποδες του υψώματος Καρφί, νοτιοανατολικά του Ηρακλείου Κρήτης. Η μονή αυτή είναι αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου και η αρχαιότερη μνεία του ονόματός της γίνεται το 1333, εποχή κατά την οποία αποτελούσε φέουδο του Λατινικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα αγιογραφήθηκε τον 9ο αιώνα από τον Άγιο Λάζαρο τον αγιογράφο, μοναχό που έζησε την εποχή του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεόφιλου και παριστάνει τη βρεφοκρατούσα Παναγία να κρατάει τον Ιησού μπροστά από το αριστερό της στήθος, στο ύψος της καρδιάς. Η Παναγία της παντοτινής βοήθειας απεικονίζεται πάντοτε άγρυπνη, να μεριμνά για τους ανθρώπους, μεσολαβώντας στον υιό της για το καλό της ανθρωπότητας.
Αξίζει να αναφέρουμε πως η εικόνα της Παναγίας της παντοτινής βοήθειας έχει άμεση σχέση με το θείο Πάθος. Δεξιά και αριστερά από το πρόσωπο της Θεοτόκου οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ κρατούν τα σύμβολα του σταυρικού μαρτυρίου του Χριστού σαν μέλλουσα... υπόσχεση για τη θυσία του για την λύτρωση του ανθρώπου από την αμαρτία. Ο μικρός Ιησούς στον οποίον έχει λυθεί το δεξί σανδάλι του μοιάζει να έχει χωθεί στην αγκαλιά της μητέρας του.
Λέγεται πως την περίοδο της εικονομαχίας η εικόνα είχε μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά μυστηριωδώς επέστρεψε στην παλαιά της θέση. Υποστηρίζεται επίσης πως ακουλούθησε δεύτερη μεταφορά, κατά την οποία μάλιστα δέθηκε με αλυσίδα σε μαρμάρινο κίονα, αλλά και πάλι επέστρεψε, δεμένη πάνω στον κίονα που εκτίθεται, σήμερα, στον προαύλιο χώρο της μονής.
Το 1415 ο καθολικός μοναχός, περιηγητής και χαρτογράφος Χριστόφορος Μπουοντελμόντι την επισκέφθηκε στην Κρήτη και αναφέρθηκε στις θαυματουργικές της ιδιότητες. Το 1498, όταν η Κρήτη βρισκόταν υπό βενετική κατοχή, κάποιος έλληνας οινέμπορος, έκλεψε την εικόνα και την μετέφερε στη Ρώμη. Η παράδοση μάλιστα λέει, πως στο ταξίδι για την Ιταλία ξέσπασε μεγάλη θαλασσοταραχή και ο έμπορος ζήτησε τη μεσιτεία της Παναγίας που τους έσωσε από βέβαιο πνιγμό. Έχει γραφτεί πως «όταν έφτασαν στη Ρώμη, ο έμπορος αρρώστησε και πριν πεθάνει, είπε σε έναν Ιταλό φίλο του για την εικόνα, ζητώντας του να τη μεταφέρει σε κάποια Εκκλησία. Ο Ιταλός όμως δεν έκανε πράξη την υπόσχεσή του γιατί η σύζυγός του δεν ήθελε να αποχωριστεί την εικόνα και έτσι ο χρόνος κύλησε μέχρι που πέθανε και εκείνος και η εικόνα παρέμεινε σπίτι του. Κάποια στιγμή, αναφέρει ο θρύλος, η Παναγία εμφανίστηκε στο κοριτσάκι της οικογένειας λέγοντάς του πως ονομάζεται «Μητέρα η Διαρκής Βοήθεια» και της μήνυσε να πει στη μητέρα και τη γιαγιά της ότι «η θέση της είναι στην Εκκλησία και πρέπει να τη μεταφέρουν στον ναό του Αγίου Ματθαίου», ανάμεσα στη Σάντα Μαρία Ματζόρε και τον Άγιο Ιωάννη του Λατερανού. Στις 27 Μαρτίου του 1499, η εικόνα πράγματι μεταφέρθηκε στον ναό του ευαγγελιστή Ματθαίου, στην οδό Μερουλάνα, όπου επί 300 ολόκληρα χρόνια αποτέλεσε αντικείμενο μεγάλης λατρείας για τους Ιταλούς που κατέφθαναν από κάθε γωνιά της χώρας να την προσκυνήσουν. Το 1798 Αυγουστινιανοί μοναχοί από την Ιρλανδία μετέφεραν την εικόνα στο μοναστήρι τους, στον Άγιο Ευσέβιο. Εκεί παραμελήθηκε από όλους, πλην ενός τυφλού μέλους της αδελφότητας, του Agostino Orsetti, ο οποίος είχε πληροφορήσει για την ιστορία της ένα αγόρι της χορωδίας, τον Michele Marchi. Το αγόρι μεγαλώνοντας έγινε μέλος μίας νέας μοναστικής αδελφότητας, ενός τάγματος, πού είχε ως σημείο αναφοράς την απολύτρωση του Ιησού Χριστού, το οποίο είχε ιδρύσει ο μετέπειτα Άγιος της Καθολικής Εκκλησίας Alphonsus Liguori. Έτσι, η παλαιά εικόνα μεταφέρθηκε το 1866 στο ναό του Αγίου Αλφόνσου, στον Εσκουιλίνο Λόφο στη Ρώμη, όπου τιμάται έως σήμερα».
Στην παλαιά της θέση στην Κρήτη, στο ναό της Παναγίας Καρδιώτισσας τοποθετήθηκε, το 1735, ένα ακριβές αντίγραφο της παλαιάς εικόνας, το οποίο, θεωρείται και αυτό θαυματουργό.