Ο Επίσκοπος Ζακύνθου Luigi Scacoz,
ο Διονύσιος Σολωμός και η Ελληνική Επανάσταση.

Στις 8 Αυγούστου 1815, ύστερα από μία δεκαετή περίοδο χηρείας, όπου καθήκοντα Διαχειριστή της Επισκοπής Ζακύνθου - Κεφαλληνίας εκτελούσε ο δομηνικανός Ignazio Palmidessa, ο Πάπας Πίος ο VII διορίζει Επίσκοπο Ζακύνθου τον Luigi (Aloysius) Scacoz. Τα Επτάνησα μετά την κατάλυση της Γαληνοτάτης Βενετικής Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου από το Ναπολέοντα Βοναπάρτη, είχαν εισέλθει σε μία δεκαπενταετή περίοδο έντονων ιστορικών και κοινωνικών ζυμώσεων, από τις οποίες η Καθολική Εκκλησία βγήκε έντονα αποδυναμωμένη και ταπεινωμένη.

Ο νέος Επίσκοπος Ζακύνθου κατά κόσμον Ιγνάτιος Δομήνικος Ŝkakoc γεννήθηκε στο Traù της Δαλματίας (σημερινό Tragir της Κροατίας) στις 30 Ιουλίου 1758 και έλαβε τα πρώτα του μαθήματα στο πλευρό του αδελφού του Giovanni, μετέπειτα Eπισκόπου της Lesina. Το 1780 έγινε δεκτός στο Τάγμα των Ελασσόνων Οσσερβαντίνων Μοναχών του Αγ. Φραγκίσκου και όταν χειροτονήθηκε ιερέας εστάλη στη Ρώμη και στη Φεράρα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Με την ολοκλήρωση των σπουδών του υπηρέτησε σε διάφορες Μονές του Τάγματός του στη Δαλματία όπου δίδαξε θεολογία και φιλοσοφία, αποκτώντας μία ιδιαίτερη φήμη ως ιεροκήρυκας. Στις 8 Αυγούστου 1815 ο Πάπας τον ονόμασε Επίσκοπο Ζακύνθου και στις 13 του ίδιου μήνα τον προσκάλεσε στη Ρώμη όπου στη Βασιλική της Santa Maria Ara Coeli χειροτονήθηκε Επίσκοπος από τον Πρόεδρο της Ρωμαϊκής Συνόδου για τη διάδοση της Πίστης Καρδινάλιο Laurentio Litta, τον Αρχιεπίσκοπο πρώην Κερκύρας Κόμη Francisco Maria Fenzi και τον τιτουλάριο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Francesco Giovanni Guerrieri.

Από τη Ρώμη αναχώρησε ξανά στις 21 Σεπτεμβρίου 1815 με προορισμό την Ancona και από εκεί για την Τεργέστη, όπου στις 16 Φεβρουαρίου 1816 επιβιβάστηκε σε πλοίο για τη Ζάκυνθο. Στη νέα του έδρα, με έναν σύντομο σταθμό στην Κέρκυρα όπου δεν μπόρεσε να αποβιβαστεί λόγω της επιδημίας πανώλης που έπληττε το νησί, έφθασε κατά πάσα πιθανότητα στις 28 Φεβρουαρίου 1816 και αφού τον υποδέχθηκαν οι τοπικές αρχές παρέλαβε από τα χέρια του τοποτηρητή του, κανονικού Εμμανουήλ Γαβαλά τη διοίκηση της Επισκοπής. Έχει γραφεί, πως αναχωρώντας για τη Ζάκυνθο κι ύστερα από προτροπή του αυστριακού Καγκελάριου K.W.L. Von Metternich, έφερε μαζί του μία συστατική επιστολή του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α’ της Αυστρίας προς τον Άγγλο στρατιωτικό διοικητή στα Ιόνια Νησιά Sir James Campbell. Τόσο με εκείνον όσο ακόμη περισσότερο με το διάδοχό του τον Αρμοστή Sir Thomas Maitland, ήρθε σε έντονη και μακρά αντιπαράθεση για ζητήματα που αφορούσαν στην υπόσταση της Καθολικής Εκκλησίας και στα προνόμιά της στα νησιά, αλλά και για τις προκλήσεις που θεωρούσε πως δέχονταν από τους εκπροσώπους της Εκκλησίας της Διαμαρτύρησης. Πολύ περισσότερο μετά το 1819, έντονες είναι οι διαμαρτυρίες του για τη δράση της Βρετανικής και Ιονικής Βιβλικής Εταιρείας και τη διείσδυση που επιχειρούσαν στα εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά ζητήματα στα νησιά. Επί των ημερών του πάντως η Καθολική Εκκλησία στα Επτάνησα, με το Σύνταγμα του 1817, έλαβε επίσημα τη δεύτερη θέση και χαρακτηρίστηκε ως «εξαιρετικώς προστατευομένη». Στον Scacoz ανετέθη και η εποπτεία της Εκκλησίας της Λευκάδας, της Πρεβέζης, της Βονίτσης και των παλαιών αποστολών στην τουρκοκρατούμενη Πελοπόννησο, ενώ συχνές υπήρξαν οι ποιμαντικές του επισκέψεις στο νησί της Κεφαλληνίας.

Ο Scacoz υπήρξε συγγραφέας αρκετών θεολογικών και φιλολογικών πονημάτων τα οποία καταστράφηκαν τον Αύγουστο του 1953 όταν ο εγκέλαδος και η φωτιά που ακολούθησε κατέστρεψε ολοσχερώς τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μάρκου και το παρακείμενο Επισκοπείο, τη Σχολή των Καλογραιών και όλους τους άλλους ναούς της Καθολικής Εκκλησίας - και όχι μόνο - στο νησί της Ζακύνθου. Την ίδια κατάληξη είχε και η περίφημη προσωπογραφία του, ώριμο έργο του σπουδαίου ζακυνθινού ζωγράφου Νικολάου Καντούνη, που αποτεφρώθηκε μαζί με το σύνολο των αρχείων, βιβλίων και πινάκων της παλαιοτάτης αυτής Επισκοπής. Τουλάχιστον από τον πίνακα αυτόν, σώθηκε το φωτογραφικό αντίγραφο που παραθέτουμε.

 

Η φήμη που απολαμβάνει ο Scacoz στην ελληνική ιστοριογραφία ως κοινωνός των ελληνικών εθνικών ιδεωδών και προσδοκιών, στηρίζεται σε ένα ιδιόμορφο γεγονός που διαδραματίστηκε στην πόλη της Ζακύνθου την περίοδο της έκρηξης της Ελληνικής Επανάστασης. Στις 19 Μαΐου 1821 έφθασε και έδεσε στην αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο, με προορισμό από την Κωνσταντινούπολη, ένα σπετσιώτικο καράβι. Οι θαμώνες ενός καφενείου, εκεί όπου σήμερα είναι ο Μώλος ρώτησαν τον καπετάνιο τι νέα έφερνε κι εκείνος για να αστειευτεί μαζί τους αποκρίθηκε: «Δεν τα μάθατε; Πάρθηκεν η Πόλις». Η ψευδής αυτή είδηση ότι δήθεν ο Υψηλάντης είχε καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, έκανε γρήγορα το γύρω της πόλης, σκορπώντας ρίγη ενθουσιασμού στους ντόπιους που πανηγύριζαν, φωνάζοντας «Χριστός Ανέστη, το Γένος Ανέστη». Ας μην ξεχνάμε ότι η Ζάκυνθος είχε έναν ενεργό ρόλο στην προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης κι αυτό πολλές φορές κάτω από τη μύτη της Αρμοστείας: στη Ζάκυνθο προετοιμάστηκαν πολλοί από τους οπλαρχηγούς όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Νικηταράς, στη Ζάκυνθο η πολύ δραστήρια εφορεία της Φιλικής Εταιρείας και άλλες κοινωνικές δομές και μυστικιστικές εταιρείες, μερίμνησαν για την αποστολή τροφίμων, πολεμοφοδίων και χρημάτων, από τη Ζάκυνθο ξεκίνησαν σώματα εθελοντών για να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων, στη Ζάκυνθο τέλος ο Σολωμός έγραψε τον Ύμνο στην Ελευθερία, εμπνεόμενος από τον αγώνα των εξεγερμένων Ελλήνων.

Τα χρονικά της εποχής παρουσιάζουν με γλαφυρότητα τα γεγονότα: Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, πλήθος κόσμου με λάβαρα και σκόλες από τις εκκλησίες κατέρχονταν στην κεντρική πλατεία του νησιού, εκεί όπου δίπλα δίπλα βρίσκονταν ο Καθολικός Καθεδρικός Ναός του Αγίου Μάρκου και ο Ορθόδοξος του Παντοκράτορα. Ο καθολικός ιερέας και σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, μέλος της Εφορείας της Φιλικής Εταιρείας στο νησί Don Giorgio Renier Serra, έσπευσε να ενημερώσει τον Επίσκοπο, ο οποίος άνοιξε τον Καθεδρικό Ναό και έψαλλε ένα «Te Deum», δοξολογώντας τη νίκη των χριστιανικών δυνάμεων. Ομοίως ο ορθόδοξος ιερέας και φιλικός Αναστάσιος Πολίτης τέλεσε δοξολογία στο Ναό του Παντοκράτορα. Οι αντιδράσεις της Προστασίας ήταν άμεσες. Οι υποκινητές συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν ενώ ο στρατηγός και μετέπειτα Ύπατος Λόρδος Αρμοστής των Ιονίων Νήσων Frederick Adam έσπευσε στη Ζάκυνθο όπου επέπληξε δημόσια τον Scacoz «καθώς η διαγωγή του παραβίασε την ουδετερότητα του Ιονίου Κράτους». Σύμφωνα με τους ιστοριογράφους της εποχής ο Επίσκοπος, κρατώντας τον σταυρό στο στήθος του, απάντησε πως «δεν ηδύνατο να μη δεηθώ υπέρ χριστιανών αγωνιζομένων κατά των Αγαρηνών δια την νίκη του σταυρού».

Όλη η θητεία του Scacoz χαρακτηρίστηκε από μία διαρκή αντιπαλότητα προς τις βρετανικές αρχές της προστασίας, αλλά και προς τον Ζακυνθινό Πρωτοπαπά και μετέπειτα Επίσκοπο Ζακύνθου Γεώργιο (Γαβριήλ) Γαρζώνη, μία αντιπαράθεση που αντανακλούσε σε ευρύτερους τομείς και παραμέτρους. Δεν προκύπτει όμως από την έρευνα, αυτό που κατά κόρον έχει γραφεί, πως η βρετανική διοίκηση απευθύνθηκε στη Ρώμη και πέτυχε την απομάκρυνσή του στη Μάλτα για ένα διάστημα κάποιων ετών.

Ο πατριάρχης της νεοελληνικής ποίησης και εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός (Ζάκυνθος 1798 – Κέρκυρα 1857) του οποίου πρώτος δάσκαλος υπήρξε ο καθολικός ιερωμένος, (ο καλούμενος αββάς) Santo Rossi από την Cremona της Ιταλίας, έγραψε για τον Scacoz ένα ιταλικό σονέτο, το «Αποχαιρετισμός» {στα χειρόγραφα του ποιητή ο Αντώνιος Μάτεσης προσέθεσε αργότερα την επεξήγηση «Per Vescovo Latino Mnsgr. Luigi Scacoch», για το οποίο υπάρχει και μία σχετική διχογνωμία ως προς το πότε ακριβώς εγράφη}», το οποίο και παραθέτουμε σε ελληνική μετάφραση του Λίνου Πολίτη:

Εγώ, αθάνατος φύλακας Άγγελος των κυμάτων, που
στο πνεύμα μου η μάνιτα της τρικυμίας πότε πέφτει
ξαφνικά, πότε ξυπνά πάλι, εγώ σου στάθηκα οδηγός
για τα ζακυθινά ακρογιάλια.

Ακολουθούσε το σφύριγμα των πρόσχαρων φτερών η
πλώρη σου, με σιγουριά και γρηγοράδα, γιατί ενάντιου
βοριά ολέθριο φτερό δεν ερχόταν ν’ αναταράξει τους
βαθιούς τους δρόμους.

Εδώ σ’ αφήνω στην ποθητή σου γη, τέκνο ακριβό,
τώρα που ξεχειλίζει η αγάπη όλων για σένα και τιμή
καινούργια σε προσμένει.

Όμως εσύ πάντα με την αρετή κράτα αντρειωμένη την
ψυχή σου, κι ο μανδύας, το ξέρεις, όσο πιο μεγάλος,
τόσο πιο πολύ βαραίνει απάνω σ’ όποιον απ’ τη λάσπη
τον φυλάει.

Στις 13 Νοεμβρίου 1831, σε ηλικία 73 ετών ο Scacoz υπέβαλλε την παραίτησή του και απομακρύνθηκε από τη Ζάκυνθο. Βρέθηκε στη Ρώμη όπου στις 2 Δεκεμβρίου 1831 ονομάστηκε τιτουλάριος Αρχιεπίσκοπος Σταυρουπόλεως. Επέστρεψε στη Ζάκυνθο όπου παρέδωσε στο διάδοχό του Luigi Lastaria (1831-1836) και τον Απρίλιο – Μάιο 1832, συνοδευόμενος από πλήθος κόσμου αναχώρησε οριστικά από το νησί. Αρνούμενος να δεχθεί κάποια σύνταξη από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, ζήτησε να επιστρέψει στο Μοναστήρι του Τάγματός του στο Traù όπου και πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου 1842.

Σπύρος Π. Γαούτσης