Ο κερκυραίος Αλέξανδρος Γουιδάτος και το Αποστολικό Βικαριάτο Θεσσαλονίκης

Στις 4η Δεκεμβρίου 1882 γεννήθηκε στην Κέρκυρα ο Αλέξανδρος Γουϊδάτος. Οι γονείς του Ιλαρίων και Τερέζα Milego από την Molfetta, θα τον βαπτίσουν στην Καθολική Μητρόπολη στις 18/1/1883 (1). Η οικογένειά του θα τον στείλει να σπουδάσει στο Κολέγιο των Πατέρων Καπουκίνων της Κωνσταντινούπολης. Θα επιστρέψει στην Κέρκυρα όπου στις 17 Σεπτεμβρίου 1905 θα χειροτονηθεί ιερέας και για ένα διάστημα θα σταλεί να εξυπηρετήσει την καθολική κοινότητα Ζακύνθου.

Η επανίδρυση του Αποστολικού Βικαριάτου Θεσσαλονίκης

Στις 18 Μαρτίου 1926 θα ιδρυθεί από τον Πάπα Πίο τον ΧΙ (A.A.S. 1926/483) το Αποστολικό Βικαριάτο Θεσσαλονίκης και στο περγαμηνό Ποντιφικό Διάταγμα που εστάλη, αναφέρονταν - μεταξύ άλλων - στην λατινική γλώσσα: «…Επειδή δε η Μακεδονία και η Θράκη τυγχάνουν περιοχές που υπάγονταν μέχρι τούδε υπό την διακυβέρνηση του Αποστολικού Βικάριου της Κωνσταντινουπόλεως, και πόρρω απέχουν της έδρας αυτού τούτου του Αποστολικού Βικάριου, έκρινε η Αγία Έδρα σοφότερο να αποσπάσει τις ως άνω περιοχές από του Βικαριάτου Κωνσταντινουπόλεως και να ιδρύσει μία νέα αυτόνομη Ιεραποστολή. (…) Ως εκ τούτου αποσπούν εκ του Βικαριάτου Κωνσταντινουπόλεως την ελληνική Μακεδονία και την ελληνική Θράκη και τις προσαρτούν στην Θεσσαλία που μέχρι τότε διαχειρίζονταν ο εν Ελλάδι Αποστολικός Επίτροπος του Πάπα. Εις αυτές τις περιοχές προσθέτουν τις νήσους Θάσο, Λήμνο, Σαμοθράκη και Bozdaba στο Αιγαίο Πέλαγος τα οποία πλέον αποτελούν το νέο Αποστολικό Βικαριάτο Θεσσαλονίκης (…).

Το γεγονός εορτάστηκε με επισημότητα από την πολυεθνική καθολική κοινότητα της πόλης, ενώ οι Π.Π. Λαζαριστές που εξυπηρετούσαν, επί χρόνια την περιοχή, προσπαθούσαν να πείσουν την Αγία Έδρα για την εκλογή ενός αν όχι γάλλου, τουλάχιστον ενός ιταλού Λαζαριστή στην υπεύθυνη αυτή θέση, και πρότειναν μεταξύ άλλων τον 46χρονο ελληνομαθή διευθυντή σπουδών στο Κολέγιο του Αγίου Βενέδικτου π. Ιωσήφ Descuffi (2).

Στις 13 Ιουνίου 1927 ο προϊστάμενος της ιεραποστολής στη Θεσσαλονίκη και Λατίνος εφημέριος της πόλης - όπως ο ίδιος υπογράφει - p. Joseph Gabolde, απευθύνει επιστολή στον ιταλικής καταγωγής Γραμματέα του Καθολικού Αρχιεπισκόπου Κέρκυρας Λεονάρδου Πρίντεζη, π. Αλέξανδρο Guidati, ο οποίος βρίσκεται στη Ρώμη, ενημερώνοντάς τον για την ανακοίνωση που διάβασε στην Acta Apostolica της Αγίας Έδρας, με θέμα την επίσημη ονομασία του κερκυραίου ιερέα σε Αποστολικό Βικάριο Θεσσαλονίκης και εκφράζει τα σέβη του και τη διάθεσή του να τον βοηθήσει στα νέα του καθήκοντα (3).

Δύο ημέρες μετά, ο Guidati θα απαντήσει, ευχαριστώντας τον για τις ευχές. Θα τον ενημερώσει συγχρόνως ότι μόλις στις 29 Απριλίου 1927 πληροφορήθηκε την εκλογή του από τον Πάπα Πίο τον ΧΙ και μόλις πριν από μία εβδομάδα του απέστειλαν τη Βούλα με την ονομασία του σε Τιτουλάριο Επίσκοπο Adada, καθώς και την επιστολή ανάληψης καθηκόντων στο νέο Βικαριάτο Θεσσαλονίκης. Εκφράζει συνάμα μία αγωνία για το κλίμα και τις συνθήκες που επικρατούν στην πόλη και παρακαλεί όπως τον ενημερώσουν για την κατάσταση που βρίσκεται η οικία του Αποστολικού Βικαρίου και για τις ανάγκες που έχουν προκύψει (4). Την απάντηση από τη Θεσσαλονίκη θα τη λάβει στην Ρώμη στις 28 Ιουνίου. Ο Gabolde θα τον ενημερώσει ότι αυτό που σώζεται στη Θεσσαλονίκη είναι ένας μικρός πέτρινος επισκοπικός θρόνος, ένα χιτώνιο και μία λειτουργική βάσκα αλλά τίποτα περισσότερο, καθώς ο Monseigneur Bonetti, «ο συνάδελφός μας που υπήρξε για ένα μικρό διάστημα Επίσκοπος Θεσσαλονίκης (sic)», τα πήρε όλα μαζί του, όταν μετατέθηκε στην Αποστολική Αντιπροσωπεία της Κωνσταντινούπολης. Τέλος, του προτείνει ότι θα ήταν ευκολότερο να χρησιμοποιήσει το επισκοπικό μέγαρο του Monseigneur Scianov, Βούλγαρου επισκόπου της Μακεδονίας, ο οποίος κατά το διάστημα των τελευταίων πολέμων εξορίστηκε από τις συμμαχικές Αρχές σε κάποιο από τα ελληνικά νησιά. Σήμερα ζει στο Kazanlik, μία πόλη κοντά στη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας και συντηρείται από ενοίκια που λαμβάνει από τα καταστήματα που βρίσκονται στο ισόγειο του “επισκοπικού” αυτού μεγάρου (5).

Λίγες ημέρες μετά όμως, ο π. Ιωσήφ Bucca της Αποστολής των Λαζαριστών θα του στείλει ξανά στη Ρώμη μία επιστολή, αναφέροντας ότι η περιουσία αυτή για την οποία του είχε γράψει ο p. Gabolde, αποτελεί σήμερα ιδιοκτησία της Προπαγάνδας για τη Διάδοση της Πίστης στη Ρώμη και με την αποχώρηση της βουλγαρικής αντιπροσωπείας, ο χώρος νοικιάστηκε και τα πρώτα έσοδα μοιράστηκαν στον επισκόπους Scianov και Kurteff, στους βούλγαρους ιερείς και στις Αδελφές της Αγίας Ευχαριστίας που δραστηριοποιούνται σήμερα στη Σόφια. Ο δε οικονομικός απολογισμός κατατέθηκε στο τέλος του χρόνου στον Αποστολικό Επισκέπτη στη Σόφια και μετέπειτα Πάπα Ιωάννη ΧΧΙΙΙ, Σεβ Roncalli. Τέλος, τον ενημερώνει για τον αριθμό των ενοικιαζομένων καταστημάτων και τον αριθμό δωματίων στους δύο άλλους ορόφους, συμβουλεύοντάς τον για διάφορους λόγους να αποφύγει τη συγκεκριμένη κατοικία (6).

Η αλληλογραφία μεταξύ του π. Joseph Gabolde και του π. Αλέξανδρου Guidati θα συνεχιστεί με τον πρώτο να τον ενημερώνει για όλες τις ενέργειες και τις πρωτοβουλίες που θα επιθυμούσε να αναλάβει, με σκοπό να κάνει την άφιξη και εγκατάσταση του νέου Βικαρίου ευκολότερη (7).

Η ελληνική κυβέρνηση απαγορεύει στον Guidati
να αναλάβει στη Θεσσαλονίκη

Ο Guidati θα χειροτονηθεί Επίσκοπος την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου στην Κέρκυρα (8) και δύο μήνες μετά θ’ αρχίσει να λαμβάνει ειδήσεις για μερική απομάκρυνση ξένων υπηκόων από τα ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας. Πρώτος θα απομακρυνθεί ο βέλγος Λαζαριστής ιερέας Van der Jonckeyd ο οποίος εξυπηρετούσε την κοινότητα στο Zeitnilik, ενώ ακολουθούν ονόματα κι άλλων καθολικών, ξένης υπηκοότητας, που εξυπηρετούσαν την πολυάριθμη κοινότητα του βορρά (9). Το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών όμως, στο ιστορικό αρχείο του οποίου σώζεται πλούσιο υλικό σχετικό με αυτήν την υπόθεση, απέρριψε το διορισμό αλλοδαπού υπηκόου στην ευαίσθητη αυτή περιοχή, κι έτσι λίγες ημέρες μετά ο Guidati θα ενημερωθεί πως δεν θα λάβει άδεια εγκατάστασης στη Θεσσαλονίκη. Κι έτσι έμελλε ο πρώτος ποιμενάρχης του Αποστολικού Βικαριάτου Θεσσαλονίκης να μην αναλάβει ποτέ τα καθήκοντά του εκεί. Ο π. Gabolde με αισθήματα φιλόφρονα, θα τον ενημερώσει για τη μεσονύκτιο χριστουγεννιάτικη λειτουργία στην οποία έψαλλαν το έργο του Gounod και την οποία παρακολούθησαν επτακόσια περίπου άτομα και ο γάλλος πρόξενος στην πόλη (10). Παρόμοια ενημέρωση θα λάβει και για τη γιορτή του Πάσχα (11).

Οι ελληνικές εφημερίδες αναφέρθηκαν με εκτενή σχόλια στο συμβάν. Στον καθολικό τύπο θα κυκλοφορήσει παράρτημα (12) με το οποίο έλληνες καθολικοί ζητούν εξηγήσεις για την συγκεκριμένη κρατική παρέμβαση. «Ο Σεβασμ. Γουιδάτος αν και γεννηθείς και ανατραφείς εν Κερκύρα, αν και παιδιώθεν γνώστης της γλώσσης και των ηθών μας, τυγχάνει ιταλός την εθνικότητα. Εντεύθεν δε και αι κατακραυγαί και αι εναντιώσεις κατά του διορισμού του. Μήπως όμως και άλλοι καθολικοί Ιεράρχαι εν Ελλάδι δεν υπήρξαν ξένης υπηκοότητας; Μήπως κατά διαφόρους καιρούς και γάλλοι και υπήκοοι της Μεγάλης Βρετανίας δεν κατείχον επισκοπικάς έδρας εις τον τόπον μας;» Όπως όμως αντιλαμβάνεται και ο ίδιος ο συντάκτης αλλά και όλοι όσοι γνωρίζουν για τις ξένες διπλωματικές επεμβάσεις την εποχή εκείνη, «αλλ’ εδώ επέρχεται φάσμα τρομακτικόν, το φάσμα της δήθεν προπαγάνδας το οποίον οι ενδιαφερόμενοι επισείουν προ των οφθαλμών των απλοϊκωτέρων…».

Η μετάθεση του Guidati στην Αρχιεπισκοπή Νάξου - Τήνου

Το καλοκαίρι του 1929 και συγκεκριμένα στις 15 Ιουλίου θα ανακοινωθεί ο διορισμός του Guidati στην Αρχιεπισκοπή Νάξου – Τήνου και Μυκόνου και ο p. Joseph Gabolde θα του εκφράσει τις ευχές και τα συγχαρητήρια της καθολικής αποστολής της Θεσσαλονίκης (13) . Για τις διαδικασίες εκλογής του σώζεται η σχετική αλληλογραφία στα κατάλοιπα του Αρχείου της Καθολικής Αρχιεπισκοπής Κερκύρας.

Στις 16 Μαρτίου 1930 (14) πραγματοποιήθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό Νάξου η ενθρόνισή του (15), ενώ στην έδρα του παρέμεινε μέχρι το Μάιο του 1947, οπότε παραιτήθηκε για λόγους υγείας (16). Στις 14 Ιουλίου 1947 αναχώρησε για τη Ρώμη (17), όπου ονομάσθηκε τιτουλάριος Αρχιεπίσκοπος Νικοπόλεως Ηπείρου18. Πέθανε εκεί στις 25 Ιουνίου 1952 και ετάφη δύο ημέρες μετά στην Μεγάλη Βασιλική της Παναγίας της Μείζονος της οποίας υπήρξε Κανονικός (19).

Αποστολικοί Βικάριοι Θεσσαλονίκης 1926 - 2005

Για το Βικαριάτο της συμπρωτεύουσας, η Ρώμη θα ζητήσει από τον Αρχιεπίσκοπο Καθολικών Αθηνών Ιωάννη Βαπτιστή Φιλιππούση (1927 – 1947), να αναλάβει τη διαχείρισή του, και στη θέση αυτή θα τον διαδεχθούν οι Αρχιεπίσκοποι Καθολικών Αθηνών, Μάρκος Σιγάλας (1947 – 1950), Μάριος Μάρκος Μακρυωνίτης (1953 – 1959) και Βενέδικτος Πρίντεζης (1959 – 1970). Στις 5 Μαρτίου 1970 εξελέγη πρώτος Βικάριος στη Θεσσαλονίκη, ο συριανής καταγωγής ιησουΐτης π. Δημήτριος Ρούσσος. Τέλος, στις 25 Ιουλίου 1992, η Αγία Έδρα θα ανακοινώσει την εκλογή του Καθολικού Αρχιεπισκόπου Κέρκυρας και σε Αποστολικό Βικάριο Θεσσαλονίκης και βορείου Ελλάδος, κι έτσι ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος Βαρθαλίτης ανέλαβε τότε τα συγκεκριμένα καθήκοντα. Στις 23 Μαρτίου 2003, ημέρα έκδοσης της Παπικής Βούλας με το διορισμό του νέου Καθολικού Αρχιεπισκόπου Κέρκυρας Σεβασμιότατου Ιωάννη Σπιτέρη, η Αγία Έδρα του ανέθεσε και τη διαποίμανση του Αποστολικού Βικαριάτου της συμπρωτεύουσας, ορίζοντάς τον έτσι, Ποιμενάρχη του Ιονίου, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης, θέση που και επίσημα, θα παραδώσει στο διάδοχό του, τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Γεώργιο Αλτουβά, τις επόμενες ημέρες.

Στη φωτογραφία που παρουσιάζουμε από το αρχείο μας, εμφανίζεται ο κλήρος της Κέρκυρας την ημέρα της επισκοπικής χειροτονίας του Σεβασμιωτάτου Αλεξάνδρου. Η φωτογραφία τραβήχτηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1927 και στην πρώτη σειρά, ποζάρουν καθήμενοι οι συνχειροτονούντες αρχιερείς: από αριστερά προς τα δεξιά ο Αρχιεπίσκοπος Καθολικών Αθηνών Ιωάννης Φιλιππούσης, ο Αλέξανδρος Γουιδάτος, ο Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας Λεονάρδος Πρίντεζης και ο Ι. Καλκατέρρα, τ. Γενικός Προεστός των Ιερών Αποστολών των Αγίων Τόπων. Στην πίσω σειρά όρθιοι, εμφανίζονται από αριστερά, ο ιεροκήρυκας της Μητρόπολης Don Alanari, o π. Ιωσήφ Τσίλιας, ο Ηγούμενος των Π.Π. Καπουκίνων π. Αναστάσιος Αρμάος, ο π. Νικόλαος Αρλώτης, ο π. Σπυρίδων Ρουγγέρης, ο Γενικός Βικάριος της Αρχιεπισκοπής π. Ιωάννης Ντελαβέκκια, ο Εφημέριος του καθεδρικού Ναού «Ντόμος» π. Σπυρίδων Τσίλιας και ο καπουκίνος ιερομόναχος π. Brunone.

Σπύρος Π. Γαούτσης


 

  1. Αρχείο Καθολικής Αρχιεπισκοπής Κέρκυρας, Βιβλίο Βαπτίσεων, κωδ. 60, 1875 – 1895 (5), σ. 128v.
  2. Μάρκος Ρούσσος – Μηλιδώνης, Οι Πατέρες Λαζαριστές στην Ελλάδα, Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη (1783 – 2004), Θεσσαλονίκη 2004, σ. 200 – 202.
  3. Αρχείο Αποστολικού Βικαριάτου Θεσσαλονίκης (στη συνέχεια Α.Α.Β.Θ.) Επιστολή p. Gabolde, 13-06-1927.
  4. Α.Α.Β.Θ. Επιστολή p. Guidati, 15-06-1927.
  5. Α.Α.Β.Θ. Επιστολή p. Gabolde, 20-06-1927.
  6. Α.Α.Β.Θ. Επιστολή Mons. Bucca, 20-06-1927.
  7. Α.Α.Β.Θ. Επιστολή p. Gabolde, 10-08-1927, 29-08-1927 και 19-10-1927.
  8. «Όλως μεγαλοπρεπώς εν τη ιερά Μητροπόλει της Κερκύρας, εν κατανυκτικοτάτη συρροή κόσμου την 4η τρέχοντος μηνός συλλειτουργούντων των Π.Π. Λ. Πρίντεζη Κερκύρας, Ι. Φιλιππούση Αθηνών και Ι. Καλκατέρρα, τέως Γεν. Προεστώτος των Ιερών Αποστολών των Αγίων Τόπων, εχειροτονήθη εις Επίσκοπον Θεσσαλονίκης, ο δια πολλών προσόντων πεπροικισμένος και μειλίχιος τους τρόπους και την ψυχήν εις πάντας δε αγαπητός και άξιος του Θεού λευίτης, Κος Αλέξανδρος Γουιδάτος». Χριστιανικόν Βήμα, μηνιαίον καθολικόν περιοδικόν, αρ. 18, Αθήνα Σεπτέμβριος 1927, σ. 12.
  9. Α.Α.Β.Θ. Επιστολή p. Gabolde, 13-11-1927.
  10. Α.Α.Β.Θ. Επιστολή p. Gabolde, 5 και 17-01-1928.
  11. Α.Α.Β.Θ. Επιστολή p. Gabolde, 01-04-1928.
  12. Κ. Α., Δύο λέξεις επεξηγηματικές, χ.χ.
  13. Α.Α.Β.Θ. Επιστολή p. Gabolde, 24-07-1929 και 07-01-1930.
  14. Καθολική εφημερίδα, αρ. 18, Απρίλιος, Αθήνα 1930, σ.1.
  15. Λόγος εκφωνηθείς υπό του Πανιερωτάτου Αρχιεπισκόπου Νάξου – Τήνου – Μυκόνου Κου. Αλεξάνδρου Γουιδάτου κατά την ημέρα της ενθρονίσεως αυτού, εν Νάξω τη 16η Μαρτίου 1930 και εν Τήνω τη 3η Απριλίου 1930, Σύρος 1930.
  16. Καθολική εφημερίδα, αρ.614, Αθήνα 30 Μαΐου 1947 , σ.2.
  17. Καθολική εφημερίδα, αρ.621, Αθήνα 18 Ιουλίου 1947, σ.3.
  18. π. Εμμανουήλ Ρεμούνδος, Κατάλογος Λατίνων Αρχιεπισκόπων και Μητροπολιτών Νάξου (1252 – 1974), Δελτίο Εραλδικής και Γενεαλογικής Εταιρείας Ελλάδος, Αθήνα 1982, σ. 154.
  19. Καθολική εφημερίδα, αρ.838, Αθήνα 18 Ιουλίου 1952, σ.1.