Όπως κάθε χρόνο στις 8 Σεπτεμβρίου, έτσι και φέτος, η καθολική εκκλησία στο Αργοστόλι εόρτασε το Γενέσιο της Αειπαρθένου Μαρίας, μέσα σε ένα κλίμα αυτή τη χρονιά, ελάχιστα πανηγυρικό και επίσημο, λόγω των περιορισμών και των μέτρων για την προστασία των πιστών από την πανδημία του κορωνοϊού. Η καθολική κοινότητα στην Κεφαλληνία εκείνη την ημέρα, εορτάζει τα γενέθλια της Παναγίας, εκθέτοντας και τιμώντας το εικονογραφικό της παλλάδιο, την εικόνα της Παναγίας «της Πρεβεζιάνας»: ένα εικονογραφικό κειμήλιο συνδεδεμένο με μία λειτουργική παράδοση που διαρκεί περισσότερο από τρεις αιώνες και κρατά ενωμένες, κάτω από την σκέπη της Παναγίας, τις κοινότητες των καθολικών και των ορθοδόξων του όμορφου αυτού νησιού του Ιονίου.
Η Παναγία η Πρεβεζιάνα αποτελεί ένα από τα παραδείγματα κοινής λατρείας ανάμεσα στα δύο δόγματα καθολικό και ορθόδοξο, που αναπτύχθηκε στα Επτάνησα με το πέρας της Βενετοκρατίας, αλλά και της πολιτικό – κοινωνικής σημασίας που είχαν αυτές οι εκδηλώσεις εκείνη την περίοδο, γι’ αυτό και η σημασία της είναι ακόμα πιο σημαντική.
Για την προέλευση της εικόνας, τον αγιογράφο, τον τόπο και την ημερομηνία κατασκευής της δεν υπάρχουν πληροφορίες κι από μαρτυρίες που έχουν καταγραφεί κάτι τέτοιο δεν σώζονταν ούτε καν στο κατεστραμμένο σήμερα αρχείο της Εκκλησίας της Κεφαλονιάς. Σύμφωνα όμως με τη λόγια παράδοση και με θρύλους που καλλιεργήθηκαν στα μέσα του 19ου αι. για διάφορους λόγους, που ελάχιστη θρησκευτική σημασία έχουν δυστυχώς, λέγεται πως ένα κεφαλλονίτικο καράβι που έπλεε στα ανοιχτά μεταξύ Πρεβέζης και Αργοστολίου είδε μία εικόνα να επιπλέει στα νερά. Το πλήρωμα όμως αγνόησε το εικόνισμα και συνέχισε την πορεία του. Λίγη ώρα μετά ένα δεύτερο καΐκι με πλοιοκτήτη έναν καθολικό της πόλης ονόματι Πάγκαλη, συμμάζεψε την εικόνα και ευλαβικά την προσέφερε στον καθολικό εφημέριο του Αγίου Νικολάου, όπου πλήθος πιστών συνέρρευσαν να την προσκυνήσουν. Τότε ο Μητροπολίτης του νησιού ζήτησε να παραδώσουν την εικόνα στη γειτονική ορθόδοξη εκκλησία του Σωτήρος, όπως και έγινε, τη νύχτα όμως η εικόνα «χάνονταν» και επέστρεφε στη θέση, στο «θρόνο» που της είχαν φτιάξει στην καθολική εκκλησιά…
Και πάλι ξανά, ο ορθόδοξος κλήρος την μετέφερε στο ναό του Σωτήρος κάθε επόμενο πρωί. Σύμφωνα με την παράδοση λοιπόν, δύο επίτροποι του ναού, κράτησαν βάρδια όλη τη νύχτα για να διαπιστώσουν τι συμβαίνει. Ξαφνικά γύρω στις δώδεκα το βράδυ είδαν ένα εκτυφλωτικό φως να βγαίνει από την πόρτα του Σωτήρα και μία λάμψη να κατευθύνεται προς την πόρτα της καθολικής εκκλησίας όπου και χάθηκε. Τότε, διαπίστωσαν πως η Παναγιά είχε επιστρέψει ξανά στη θέση της μέσα στον καθολικό ναό του Αγίου Νικολάου.
Έτσι, λέγεται πως οι κεφαλλονίτες το πήραν απόφαση και άφησαν την Παναγία εκεί που πρωτοβρήκε μια φιλόξενη στέγη, ενώ κάθε χρόνο στις 8 Σεπτεμβρίου τη στόλιζαν με επισημότητα και τελούσαν τριήμερες παρακλήσεις, προς τιμήν Της, μέσα στον καθολικό ναό.
Σίγουρα, η σύγχρονη ιστορική έρευνα εντάσσει αυτή την λατρευτική παράδοση στα πλαίσια των επιρροών και των σχέσεων που άλλοτε επεδίωκαν και άλλοτε απεύχονταν οι εκπρόσωποι των δύο χριστιανικών κοινοτήτων, αλλά και σε θέματα που σχετίζονται με τον κοινωνικό ιστό και συγκεκριμένες οικογένειες της πόλης, ελάχιστα όμως απασχολεί τη λατρευτική αξία τόσο της εικόνας όσο και της ίδιας της εορτής.
Στη σημερινή μας αναφορά παρουσιάζουμε την εύρεση της εικόνας μέσα από τα ερείπια του ναού, μετά τον καταστροφικό σεισμό του Αυγούστου του 1953. Ο ναός, το μοναστήρι των καπουκίνων, το πρεσβυτέριο, η σχολή των ιταλίδων καλογραιών είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά.
Εφημέριος στην Κεφαλονιά, τότε, ήταν ο κερκυραίος καπουκίνος π. Αρσένιος Αγιούς. Τραυματισμένος ο ίδιος, ανέσυρε νεκρή από τα ερείπια του Αγίου Νικολάου την ηλικιωμένη του μαγείρισσα και λίγες μέρες μετά, ανέπαφη τη «θαυματουργή» εικόνα της Παναγίας της Πρεβεζιάνας. Ο π. Αρσένιος (κατά κόσμο Νικόλαος) που όλοι τον θυμούνται με το χαρακτηριστικό ένδυμα των καπουκίνων, γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 17 Φεβρουαρίου 1917 και από την πολυμελή οικογένειά του ξεπήδησαν τέσσερις ακόμα μοναχικές κλήσεις. Εισήλθε στο Τάγμα των καπουκίνων και στις 30 Ιουνίου 1940 χειροτονήθηκε ιερέας στο Παλέρμο της Σικελίας. Από το 1942 έως το 1948 εργάστηκε στη Μονή της Κέρκυρας, από το 1948 έως το 1951 στην Κεφαλληνία, από το 1951 έως το 1953 ως Τοποτηρητής της Επισκοπής Κρήτης και από το 1953 και για ένα μικρό διάστημα, ξανά εφημέριος στην Κεφαλληνία. Από το 1964 έως το θάνατό του στις 9 Νοεμβρίου 1997, υπηρέτησε στη Μονή των καπουκίνων της Κέρκυρας και στην Ενορία της Ιεράς Καρδίας του Ιησού, δίπλα από το καθολικό γηροκομείο.
Σήμερα που όλος ο κόσμος δοκιμάζεται και αγωνιά η ιδιαίτερη και παλαιά προσευχή στην Παναγία την Πρεβεζιάνα ας δώσει σε όλες και όλους την ελπίδα και την παρηγοριά που ίσως έχουν ανάγκη: «Με ταπεινοφροσύνη και αγάπη γονυκλινής ενώπιόν Σου, Μητέρα μου, παρακαλώ να με δεχθείς ευπροσήγορα κάτω από τον προστατευτικό μανδύα σου για να με βοηθήσεις τη στιγμή της δοκιμασίας. Επιθυμώ, επίκλητη Μητέρα, να αφιερωθώ ολοκληρωτικά στην αμίαντη καρδιά σου, ώστε με την απεριόριστη καλοσύνη σου να με οδηγήσεις στον Ιησού, τον αγαπημένο και λατρευτό Σωτήρα. Σου προσφέρω και σου αφιερώνω Μητέρα μου, όλη μου την καρδιά, το πνεύμα μου, τις δυνάμεις μου, για να μπορέσω να αγαπήσω όπως εσύ τον Ιησού μου και όλους τους αδελφούς μου. Μετάστρεψε την καρδιά μου και κάνε την όμοια με την δική σου – ταπεινή, αγνή, υπακοή, πτωχή, απλή, ειλικρινής, ήρεμη, για να γίνει άξια άφθονης αγάπης. Χορήγησε μου την Θεία σου βοήθεια, Μητέρα, τη στιγμή της δοκιμασίας, στους πειρασμούς και στα δεινά της παρούσης ζωής. Σώσε με από το κακό του αιώνιου θανάτου και αναγέννησε με, μέσω της καρδιάς σου, στην αληθινή ζωή, στο Βασίλειο που προετοίμασε ο Υιός Σου και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός, ο οποίος ζει και βασιλεύει στους αιώνες των αιώνων. Αμήν».
Σ.Γ.