Η δούλη του Θεού Maria Arcangela Biondini
Η Maria Arcangela Biondini (κατά κόσμον Giovanna Antonia) γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 24 Ιουνίου 1641 όταν το νησί βρισκόταν υπό Βενετική κυριαρχία. Επίσκοπος, την περίοδο εκείνη, στην Κέρκυρα ήταν ο Βενετός Βενέδικτος Bragadin (1618-1658) του τάγματος των Μινοριτών. Υπήρξε το έβδομο από τα εννέα παιδιά του βενετού ευγενή και αξιωματούχου Andrea Biondini και της συζύγου του Angela Cicogna, επίσης από οικογένεια βενετών πατρικίων. Οι βιογράφοι της την περιγράφουν σαν μία κοπέλα με βαθιά θρησκευτικότητα, που στις 2 Φεβρουαρίου του 1655, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, ταξίδεψε στο νησάκι Burano της Βενετίας και αφιερώθηκε στη Μονή των Servite Cappuccine, που είχε ιδρύσει η Μητέρα Maria Benedetta de Rossi το 1649. Η Βενετική Γερουσία, μάλιστα, είχε παραχωρήσει τη σχετική άδεια ίδρυσης, ευχόμενη ότι η κίνηση αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει μία θεϊκή επίκληση για την υπεράσπιση των βενετικών κτήσεων, στην Κρήτη, από την απειλή των Οθωμανών.
Η νεαρή μοναχή επιφορτίστηκε με το καθήκον να παραλαμβάνει και να απαντά την αλληλογραφία της Μονής και από τη μεγάλη σειρά εγγράφων που έχουν διασωθεί αποτυπώνεται η βαθιά της καλλιέργεια, αλλά και η διορατικότητά της σε υποθέσεις που αφορούσαν στη μοναχική της Κοινότητα, αλλά και στην ίδια την Εκκλησία και τις παραδόσεις της. Το 1677 εξελέγη Ηγουμένη και προσπάθησε να θέσει τη Μονή υπό την προστασία του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Λεοπόλδου Α΄ του Οίκου των Αψβούργων (1640-1705), με τον οποίον γνωρίζονταν προσωπικά. Σε συνεννόηση μαζί του, αγοράζει ένα μεγάλο οικόπεδο στη μεσαιωνική καστροπολιτεία του Arco, στην περιοχή του Trento στη βόρειο Ιταλία και στις 6 Ιουλίου 1684, λαμβάνει την άδεια, από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, για να οικοδομήσει μία νέα Κοινότητα, στη θέση όπου βρίσκονταν ένα ιερό, αφιερωμένο στην Παναγία της Ghiara, τόπο που ευλαβούνταν ιδιαιτέρως οι κάτοικοι της περιοχής του Reggio Emilia.
Το 1689, με την άδεια του Επισκόπου του Trento, Πρίγκιπα Francesco Alberti Poja και του διαδόχου του Giuseppe Vittorio Alberti di Enno, η Biondini και οκτώ ακόμα μοναχές ιδρύουν την πρώτη Κοινότητα των Serve di Maria. Ο Λεοπόλδος ο οποίος διέκρινε στην Biondini μία βαθιά πνευματικότητα και μία μυστικιστική διορατικότητα, ενίσχυε διαρκώς το Μοναστήρι, ενώ στις μεσιτείες της Αδελφής Maria Arcangela και στις προσευχές της Κοινότητάς της στο Arco, πίστευε πως οφείλονταν, σε μεγάλο ποσοστό, η επικράτησή του απέναντι στους Τούρκους, κατά την πολιορκία της Βιέννης το 1683.
Η Μητέρα Maria Arcangela επιχείρησε μία ανανέωση των κανονισμών της Κοινότητάς της, ασπαζόμενη το Καταστατικό, το οποίο είχαν συντάξει οι επτά ιδρυτές της ιστορικής Μονής του Monte Senario στην Τοσκάνη τον 13ο αιώνα. Ο νέος Κανονισμός ενεκρίθη στις 22 Απριλίου του 1699 από τον Πάπα Ιννοκέντιο τον ΧΙΙ και πολύ σύντομα, σημαντικές οικογένειες της ευρύτερης περιοχής εμπιστεύθηκαν τα κορίτσια τους στη μοναστική της Κοινότητα. Οι έγκλειστες, αυτές, δόκιμες μοναχές παρακολουθούσαν μία καινοτόμο εκπαιδευτική διαδικασία και στη μεγάλη τους πλειοψηφία, με την ολοκλήρωση του δοκιμίου τους, εντάσσονταν στη μοναστική οικογένεια της Μητέρας Biondini.
Η, γεννημένη στην Κέρκυρα, Ηγουμένη αποτελεί μία από τις πλέον προβεβλημένες και χαρισματικές προσωπικότητες της Καθολικής Εκκλησίας του 17ου αι. η οποία την έχει ήδη κατατάξει μεταξύ των Δούλων του Θεού, ανοίγοντας τις διαδικασίες και το φάκελο για την αγιωνυμία της. Το πλούσιο συγγραφικό και μεταφραστικό της έργο, το οποίο, στο μεγαλύτερο μέρος του παραμένει αδημοσίευτο, θεωρείται ότι αποτελεί σημαντική καμπή στα γράμματα που αναπτύχθηκαν στο περιβάλλον της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, αλλά και στη θρησκευτική λογοτεχνία και την πνευματική κίνηση της εποχής της. Η αυτοβιογραφία της, το χρονικό ίδρυσης της Μονής στο Arco, οι Διαλογισμοί και οι Εξομολογήσεις της, τα ιστορικά, λογοτεχνικά και ποιητικά δοκίμια, που φυλάσσονται στο αρχείο της Μονής των Υπηρετών της Μαρίας, τα Κηρύγματα και η Σύνοψη της Θεϊκής Αγάπης, που μας άφησε, ακόμα και μία σημαντική πραγματεία για τον Κομφούκιο, περιμένουν τους κατάλληλους ερευνητές για να τα αναδείξουν, από απόψεως όχι απλά θεολογικής, αλλά συγχρόνως λογοτεχνικής, ιστορικής και ψυχαναλυτικής.
Σημαντική είναι, επίσης, η αλληλογραφία της με τον Πρίγκιπα Ευγένιο της Σαβοΐας και τον συνθέτη Paris Francesco Alghisi (1666-1733), αλλά και το Βασιλέα της Γαλλίας Λουδοβίκο XIV, τα στρατεύματα του οποίου, κατά τη διάρκεια των πολέμων για την Ισπανική διαδοχή είχαν καταλάβει το Μοναστήρι της, προκαλώντας εκτεταμένες καταστροφές. Η γαλλική αυτή κατάληψη και τα έργα για την ανασυγκρότηση, την ανάγκασαν να εγκαταλείψει το σχέδιο της να ιδρύσει μία ανδρώα κοινότητα στο Monte San Giacomo, στην ευρύτερη περιοχή. Ακόμα και τότε όμως, αντί να καταφερθεί ενάντια στο Γάλλο Μονάρχη, απαιτώντας αποζημίωση, τον κάλεσε να ανακαλύψει, ξανά, την πνευματικότητα στη ζωή του και τη δύναμη της προσευχής.
Έχει επικριθεί πως το έργο της είναι επηρεασμένο από τη διφορούμενη μυστικιστική διδασκαλία του Miguel De Molinos (1628-1696), ενός Ισπανού μοναχού που συνδέθηκε με την ανάδυση ενός αυστηρού ησυχαστικού ρεύματος, που σκοπό είχε την αναγέννηση της μοναχικής ζωής, κίνηση που καταδικάστηκε στις 20 Νοεμβρίου 1687, από τον Πάπα Ιννοκέντιο ΧΙ, με τη Βούλα του Cœlestis Pastor. Μετά την καταδίκη του De Molinos, η Biondini στα κείμενά της, καθορίζει τη δική της θρησκευτική εμπειρία, διαχωρίζοντάς την από τα κείμενά του και χάρη στην προστασία που της παρείχε ο Αυτοκράτορας γλύτωσε από πιθανά επιτίμια, για απειθαρχία, που θα μπορούσε να της επιβάλλει η Εκκλησία της Ρώμης.
Η Maria Arcangela Biondini παρέδωσε τη ψυχή της στον Κύριο στις 23 Νοεμβρίου 1712 και το σώμα της διατηρείται ακέραιο, στο ναό, που η ίδια οικοδόμησε μέσα στο μοναστικό συγκρότημα στο Arco. Δυστυχώς, από την έρευνά μας δεν προέκυψαν περαιτέρω στοιχεία για την παρουσία της οικογένειάς της στην Κέρκυρα, ούτε κάποια πληροφορία για το αν τους επισκέφθηκε ξανά, μετά την αναχώρησή της για την Ιταλία.
Στο σημερινό αφιέρωμα, παρουσιάζουμε μία ζωγραφική της απεικόνιση, περί το 1770-1780, μία ελαιογραφία που αποδίδεται στον Giuliano Giuliani και εικονογραφεί ένα από τα ιερά Βήματα της Επισκοπής του Trento.