Πρώτη Τετάρτη του Αυγούστου και με τη ζέστη να θεριεύει, το μυαλό μας τρέχει στην κατασκήνωση της Μεσογγής. Φέτος, οι δραματικές συνθήκες που έχουν πανικοβάλλει όλο τον κόσμο, δεν επέτρεψαν στους κατηχητές να οργανώσουν με την ίδια επιμέλεια, την κατασκηνωτική περίοδο και αν και κάποιοι πρόλαβαν να εκμεταλλευθούν τη χαλάρωση που προσφέρει αυτός ο χώρος, η Αρχιεπισκοπή μας έχασε - δυστυχώς - την ευκαιρία να συγκεντρώσει, όπως κάθε καλοκαίρι τα παιδιά, προσφέροντάς τους εκτός από μπάνια και το δικαιολογημένο… σαματά, τη μοναδική ευκαιρία για κάποια πνευματική αναζήτηση και κατήχηση.
Για τους παλαιότερους, για όλους εκείνους που στέλνουνε πλέον τα δικά τους παιδιά στην κατασκήνωση, αυτός ο χώρος στη Μεσογγή, τόσο διαφορετικός και πιο σύγχρονος σήμερα, συνδέεται με μερικές από τις πιο όμορφες και πιο νοσταλγικές στιγμές των παιδικών τους χρόνων. Οι όμορφες παρέες, το χτίσιμο σχέσεων και φιλίες που κρατούν έως σήμερα, η ανυπόκριτη και ατελεύτητη αγάπη και το ενδιαφέρον των καλογραιών της Μάλτας και του Αγίου Ιωσήφ για το κάθε παιδί ξεχωριστά, είναι αναμνήσεις που δεν ξεθωριάζουν. Και μαζί μ’ αυτές η εικόνα του αρχιεπισκόπου Αντωνίου και των πατέρων καπουκίνων να συνοδεύουν τα παιδιά στο μπάνιο, στις βόλτες, στα παιχνίδια του θησαυρού… Κάτω από τη κληματαριά που τρώγαμε ψωμί με μερέντα που μας σερβίριζαν η κυρία Λουκία και η δεσποινίς Φανή και τόσα νεότερα κορίτσια που πέρασαν από την κατασκήνωση προσφέροντας το χρόνο και τη διαθεσιμότητά τους. Η προετοιμασία για τα σκετς και τη τελετή λήξης, θεατρικά δρώμενα και πετεγολέτσα που προετοιμάζαμε με την Αδ. Ολύμπια και την Αδ. Αικατερίνη για να παρουσιάσουμε στους γονείς μας το απόγευμα πριν την αναχώρησή μας και την επιστροφή μας στο σπίτι. Και τέλος, τα βράδια όταν εκστασιασμένα καθόμασταν καταγής και παρακολουθούσαμε παιδικά και κωμωδίες στον, ο Θεός να τον κάνει, άσπρο πλαϊνό τοίχο από τη μηχανή προβολής, τη super 8 του σεβασμιοτάτου Αντωνίου, από τη μία ξεσηκώναμε τους γείτονες με τις φωνές και τα γέλια κι από την άλλη…. προσευχόμασταν να μην περάσει ο χρόνος για να μην πάμε ακόμα για ύπνο.
Και πίσω από όλες αυτές τις μνήμες και τις εικόνες, η χαμογελαστή μορφή ενός μικροκαμωμένου μελαχρινού ανθρωπάκου, με φουντωτά γκρίζα μαλλιά και χοντρά γυαλιά στα μάτια. Ήταν ο φύλακας άγγελος της κατασκήνωσης. Ένας ιερέας που δεν αισθανόταν μεγάλη ασφάλεια και άνεση όταν μιλούσε, αλλά εμείς τον καταλαβαίναμε πάντοτε, γιατί το χαμόγελό του ήταν για όλους μας μια μεγάλη αγκαλιά… Ήταν ο πατέρας Ιωσήφ.
Ο π. Ιωσήφ Βαρθαλίτης, ο γιος του μπάρμπα - Νικόλα από τη Βάρη της Σύρου γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1921 και αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιές του σπουδές εισήλθε στο Δοκίμιο των π.π. Ιησουιτών όπου έδωσε τους μοναχικούς του όρκους. Υπηρέτησε στις Μονές του Τάγματος στην Αθήνα, στην Τήνο και στη γενέτειρά του τη Σύρο. Το 1963 ο αδελφός του Αντώνιος (1924-2008), ο οποίος ένα χρόνο νωρίτερα είχε εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας, Ζακύνθου – Κεφαλληνίας τον έστειλε στη Γένοβα για να συνεχίσει τις σπουδές του στη φιλοσοφία και στη θεολογία. Την έλλειψη ευρυμάθειας του π. Ιωσήφ την αναπλήρωνε ο βαθύς ιερατικός ζήλος και η αγάπη του για τον συνάνθρωπο και για τα παιδιά. Ένας σύγχρονος «εφημέριος του Αρς», που χειροτονήθηκε τελικά ιερέας τον Αύγουστο του 1965 και εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα στο πλευρό του αδελφού του. Η οικογένεια εν τω μεταξύ είχε «χαρίσει» στην Εκκλησία δύο ακόμα ιερείς, τον π. Γιάννη (1918-1975) και τον π. Γιώργο του εφημεριακού κλήρου Αθηνών, που έως σήμερα, -βαθιά τιμώμενος- προσφέρει τις υπηρεσίες του, όπου μπορεί.
Ο π. Ιωσήφ ανέλαβε μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο την οργάνωση του κατασκηνωτικού κέντρου της Αρχιεπισκοπής. Εκείνα τα «πέτρινα χρόνια», αλλά και τα χρόνια της ανασυγκρότησης, μία από τις πρώτες μέριμνες υπήρξε η αγορά ενός μεγάλου οικοπέδου, εκτός πόλεως, για να μπορούν να κατασκηνώνουν τα καθολικά παιδιά τη θερινή περίοδο. Από τον Απρίλιο του 1964 έως και τον Ιανουάριο του 1977 αγοράζουν σταδιακά μία μεγάλη έκταση και έναν ελαιώνα δίπλα από το ποτάμι της Μεσογγής και με τα μέσα που διέθεταν ξεκίνησαν να σχεδιάζουν την κατασκήνωση της Αρχιεπισκοπής. Άνθρωποι της γης και της χειρονακτικής εργασίας τα δύο αδέλφια, επιδόθηκαν στην κατασκευή ενός κατασκηνωτικού χώρου που για τέσσερις δεκαετίες φιλοξένησε εκατοντάδες παιδιά, προσκοπικές ομάδες και ομάδες ναυτοπροσκόπων, νέους από άλλα μέρη της Ευρώπης και δεκάδες πιστούς. Οι παλιότεροι θυμούνται το Σεβασμιώτατο Αντώνιο και τον π. Ιωσήφ, φορώντας τις ψάθες τους και κραδαίνοντας τα τσαπιά και τα φτυάρια, να δαμάζουν τη γη, φυτεύοντας τα απαραίτητα για το καλοκαίρι.
Στον π. Ιωσήφ ανετέθη και η επιστασία του ιδιωτικού Δημοτικού Σχολείου «Άγιος Ιωάννης (Μπόσκο)» στο Κεφαλομάντουκο, σε οικόπεδο που δώρισαν στην Αρχιεπισκοπή, αποποιούμενοι το δικαίωμά τους στην πατρική τους περιουσία, ο καπουκίνος π. Αρσένιος και η αδελφή του η φραγκισκανή αδελφή Αμεδέα Αγιούς. Ο «Άγιος Ιωάννης» ξεκίνησε να κτίζεται το 1966 και έλαβε την άδεια το 1971. Έως το 1974 δέχονταν μόνο καθολικά παιδιά και για τα είκοσι πρώτα χρόνια λειτουργίας του θεωρούνταν ένα από τα πρότυπα δημοτικά σχολεία της Κέρκυρας. Η αδυναμία ανανέωσης των δομών και άλλα, περισσότερο πρακτικά ζητήματα, οδήγησαν σε μία φθίνουσα πορεία και το σχολείο ανέστειλε τελικά τη λειτουργία του το 2000. Όλοι θυμούνται πάντως τον π. Ιωσήφ να οδηγεί τα παιδιά στο σχολείο, φορτωμένα μέσα στο λευκό σκαραβαίο ή αργότερα, όταν είχαν αυξηθεί οι μαθητές με το κίτρινο σχολικό πουλμανάκι. Όταν επιδεινώθηκε η κατάσταση της υγείας του, του αρνήθηκαν να μεταφέρει ξανά τα παιδιά και όταν το πρωί της 25ης Οκτωβρίου 1985 οι δάσκαλοι πήγαν στο σχολείο και βρήκαν το πορτόνι κλειστό, κατάλαβαν ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Τηλεφώνησαν στην Αρχιεπισκοπή και σύντομα κάποιος έτρεξε στη Μεσογγή φοβούμενος το χειρότερο. Ο π. Ιωσήφ βρίσκονταν καθισμένος πάνω στο κρεβάτι του με την καρδιά του να τον έχει προδώσει.
Δύο μέρες μετά, ο Καθεδρικός Ναός, ο Ντόμος, δεν στάθηκε ικανός να χωρέσει τις εκατοντάδες των κερκυραίων, καθολικών και ορθοδόξων, που προσήλθαν να αποτίσουν το ύστατο χαίρε. Ένας άνθρωπος άσημος, λιγομίλητος, ταπεινός και όμως… η απλότητα και η σεμνότητά του είχαν αγγίξει περισσότερες καρδιές απ’ ότι θα μπορούσε να πιστέψει κανείς. Κι ακόμα σήμερα όταν οι παλιότεροι θυμούνται τα χρόνια στη Μεσογγή, η σκέψη ταξιδεύει πάντοτε στον π. Ιωσήφ και στο βουβό το κλάμα που ακούγονταν καθ’ όλ’ τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας, απ’ τα παιδιά του κατηχητικού και τις μικρές αγέλες των προσκόπων που ήταν γι’ αυτούς «πάντα έτοιμος, πάντα μπρος και πάντα πρόθυμος».
Στη σημερινή φωτογραφία, τραβηγμένη στη Μεσογγή, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο π. Ιωσήφ ξεπροβάλλει χαμογελαστός μέσα από ένα μπουλούκι νεαρών κατασκηνωτών.
Σ.Γ.