Ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος Ν. Βαρθαλίτης γεννήθηκε στη Βάρη Σύρου την 1η Ιανουαρίου 1924. Γόνος πολυμελούς χριστιανικής οικογένειας που προσέφερε τέσσερα μέλη της στον κλήρο της Ελλάδος, αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Λεόντειο Λύκειο, συνέχισε τις σπουδές του στη θεολογία και φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο των Πατέρων της Μεταστάσεως της Θεοτόκου στη Lyon της Γαλλίας.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα και αφού ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στο βασιλικό πολεμικό ναυτικό, όντας μέλος της οικογένειας των Ασσομψιονιστών μοναχών, χειροτονήθηκε την 11η Φεβρουαρίου 1953 ιερέας. Από το 1953 μέχρι το 1955 υπηρέτησε στην Αθήνα, στη Μονή των Πατέρων της Μεταστάσεως στη Κυψέλη και από το 1955 μέχρι το 1959 εξυπηρέτησε σαν εφημέριος, αναπτύσσοντας ιδιαίτερο ιεραποστολικό ζήλο, την ενορία του Πειραιά. Το 1959 διορίσθηκε Ηγούμενος του Τάγματος των Ασσομψιονιστών στην Αθήνα μέχρι και την 30η Μαΐου 1962 που του ανακοινώθηκε η εκλογή του στην Αρχιεπισκοπή των καθολικών Κερκύρας, Κεφαλληνίας - Ζακύνθου και Ηπείρου. Αφού έσπευσε στη Ρώμη για να λάβει το διορισμό από τα χέρια του Αγίου σήμερα της Καθολικής Εκκλησίας Πάπα Ιωάννη 23ου, ολοκλήρωσε σε μία σεμνή τελετή την χειροτονία του στην Αθήνα, την 5η Αυγούστου, υπό τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο των εν Αθήναις Καθολικών Σεβασμιώτατο Βενέδικτο Πρίντεζη.
Όταν το καλοκαίρι του 1962 έφθανε στην Κέρκυρα για την ενθρόνισή του ο νέος καθολικός Αρχιεπίσκοπος, πολύ νεαρός στην ηλικία, η διοίκησή του έβγαινε βαθύτατα λαβωμένη και οικονομικά αποδυναμωμένη από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο. Με πλήρωμα που δεν υπερέβαινε τις 2000 ψυχές, ύστερα από τον εκτοπισμό αρκετών εκατοντάδων κερκυραίων ιταλικής υπηκοότητας, αλλά και πολλών καθολικών μαλτέζικης καταγωγής που αναζήτησαν μία καλύτερη ζωή στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στην Ουαλία, ήλθε αντιμέτωπος με μία τρομερή πραγματικότητα: υπό την πίεση πολιτικών και κοινωνικών ζυμώσεων ο καθεδρικός καθολικός ναός, τα μοναστήρια, το Αρχιεπισκοπικό μέγαρο και το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας που κάποτε διαχειριζόταν η Καθολική Εκκλησία, βρίσκονταν από τους ιταλικούς και γερμανικούς βομβαρδισμούς του 1940 - 1943 ερειπωμένα και ρημαγμένα, ενώ τα προβλήματα και στα υπόλοιπα νησιά της εκκλησιαστικής του επαρχίας, κυρίως μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του Αυγούστου του 1953, ήταν σημαντικά παρά τις άοκνες προσπάθειες και τη δραστηριότητα των τοποτηρητών και των ιερέων του.
Πρώτο του μέλημα ήταν να επισκεφθεί τον Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών Μεθόδιο Κοντοστάνο: μία εμβληματική μορφή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, βαθιά προσκολλημένη στα ιδανικά της πατρίδας και της θρησκευτικής κληρονομιάς που του εμπιστεύθηκαν. Ο Μητροπολίτης Μεθόδιος, κατά κόσμον Γεώργιος, γεννήθηκε στις Νυμφές Κερκύρας στις 7 Ιουνίου 1881 και εκάρη μοναχός στη Μονή Παλαιοκαστρίτσας Κερκύρας. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1908 και τo 1918 πρεσβύτερος στην Αθήνα όπου σπούδαζε στη Θεολογική Σχολή. Υπηρέτησε τη Μητρόπολη Χαλκίδος στο πλευρό του κερκυραίου Μητροπολίτη Χαλκίδος και Καρυστίας Χρύσανθου Προβατά, δίδαξε ως καθηγητής θεολογίας στο Γυμνάσιο της Αιδηψού και ακολούθως θήτευσε ως Γραμματέας στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών.
Με το θάνατο του Μητροπολίτη Κερκύρας Αλέξανδρου Δημόγλου, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εξέλεξε το Μεθόδιο, στις 17 Σεπτεμβρίου 1942, Μητροπολίτη Κερκύρας και η ενθρόνισή του στην Κέρκυρα, περίοδο που βρίσκονταν υπό ιταλική κατοχή, πραγματοποιήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1942. Ο Μητροπολίτης Μεθόδιος ανέπτυξε ένα πολύπλευρο ιεραποστολικό, διδακτικό, κατηχητικό, πατριωτικό και φιλανθρωπικό έργο, ενώ χαρακτηριστική υπήρξε η δραστηριότητά του υπέρ του βορειοηπειρωτικού ζητήματος, η συνεργασία του με τον ΕΔΕΣ, αλλά και η δριμύτατη κριτική και πολεμική του απέναντι στις άλλες εκκλησίες και κύρια την Καθολική. Οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο εκκλησίες, την περίοδο εκείνη, ορθόδοξη και καθολική, υπήρξαν πιο ψυχρές και πιο χαλεπές από ποτέ. Οι πληγές που είχε αφήσει ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος και η προκατάληψη έμοιαζαν δύσκολο να γεφυρωθούν και η πολιτική κατάσταση δεν ενθάρρυνε την άμβλυνση του εκρηκτικού αυτού κλίματος.
Ως εκ τούτου, η απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αντωνίου μόλις έφθασε στην Κέρκυρα, να επισκεφθεί το Μεθόδιο στο γραφείο του και να συζητήσουν μέσα σε ένα πνεύμα ειλικρίνειας και καταλλαγής υπήρξε καθοριστική για τις σχέσεις που θα ακολουθούσαν. Πριν την επίσημη εγκατάστασή του στην Κέρκυρα άλλωστε, ένα σημείο που απασχολούσε τις σχέσεις των δύο εκκλησιών, διαχρονικά, υπήρξε ο τίτλος του Αρχιεπισκόπου Κερκύρας και χρειάστηκε μία ιδιαίτερη διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο εκκλησιαστικών ταγών για τη διευθέτησή του.
Η ενθρόνισή του Αντωνίου πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με το πρόγραμμα, στις 5 Σεπτεμβρίου 1962 στο Ναό του Αγίου Φραγκίσκου που λειτουργούσε ως Καθεδρικός Ναός των Καθολικών, καθώς ο «Ντόμος» βρίσκονταν ακόμα ερείπιο από τους βομβαρδισμούς του 1943 και την εγκατάλειψη. Ιδιαίτερη έκπληξη αποτέλεσε η παρουσία του μακαριστού Μητροπολίτου Κερκύρας και Παξών κυρού Μεθοδίου Κοντοστάνου στην τελετή, συνοδευόμενου από το διάκονό του, τον εξ Αγρινίου ιεροκήρυκα Βασίλειο Παναγιωτακόπουλο (1929-2017), τον μετέπειτα τιτουλάριο Επίσκοπο Ευρίπου, μία από τις πιο αγνές και ασκητικές φυσιογνωμίες στο χώρο της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η φωτογραφία που παρουσιάζουμε σήμερα εμφανίζει τους δύο ιεράρχες στον κεντρικό βωμό του ιστορικού καθολικού ναού κατά τη διάρκεια της τελετής ενθρόνισης.
Για την καθολική Εκκλησία των Επτανήσων άρχιζε μία καινούργια εποχή. Το ρητό, το moto που επέλεξε να στολίσει τον αρχιεπισκοπικό του θυρεό ο Αντώνιος, έγραφε την ευαγγελική ρήση “πλήρωμα νόμου η αγάπη” και σαν έμβλημα επέλεξε την εικόνα της Βρεφοκρατούσας Θεοτόκου. Και εμπιστευόμενος το έργο του στην καθοδήγησή Της και με μόνη σκέψη τη διατήρηση των ισορροπιών, την ταπεινότητα, την ειλικρίνεια και την αγάπη, εργάστηκε σαράντα και πλέον χρόνια στην Κέρκυρα, σημαδεύοντας την θρησκευτική και κοινωνική ζωή του τόπου και των ανθρώπων του.
Σ.Γ.