Στις 25 Ιουλίου η Καθολική Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου Ιακώβου Αποστόλου του Μείζονος. Ο Απόστολος Ιάκωβος ήταν γιος του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και μεγαλύτερος αδελφός του Ευαγγελιστή Ιωάννη, του αγαπημένου μαθητή του Χριστού. Κατάγονταν από τη Βησθαϊδά της Γαλιλαίας και εργάζονταν ως ψαράς στη λίμνη Γεννησαρέτ. Ο Ιάκωβος, ο Πέτρος και ο Ιωάννης ήταν οι μαθητές, που σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, βρέθηκαν πιο κοντά στον Ιησού, γενόμενοι μάρτυρες σπουδαίων γεγονότων που περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη. Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, μετά την Πεντηκοστή, ξεκίνησε να κηρύττει το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης, συσπειρώνοντας με το λόγο του, γύρω του, πλήθος πιστών που μεταστρέφονταν στη νέα θρησκεία. Θορυβημένος ο Ηρώδης Αγρίππας, ζήτησε το 44 μ.Χ. τη σύλληψη και τον αποκεφαλισμό του. Ο Ιάκωβος θεωρείται ο πρώτος μάρτυρας μεταξύ των Αποστόλων και σύμφωνα με την παράδοση είχε ήδη ταξιδέψει και κηρύξει τον χριστιανισμό στους Κέλτες της Ιβηρικής χερσονήσου, γι’ αυτό και το λείψανό του μεταφέρθηκε στη συνέχεια από την Παλαιστίνη στη Γαλικία.
Σήμερα, ο Καθεδρικός Ναός της Κομποστέλλας, στην Ισπανία, ένα από τα σημαντικότερα και πιο ιστορικά θρησκευτικά μνημεία του κόσμου, φυλάσσει το λείψανό του, το οποίο χιλιάδες προσκυνητές επισκέπτονται κάθε χρόνο. Οι περισσότεροι από αυτούς διανύουν το λεγόμενο «Δρόμο του Αγίου Ιακώβου», μία διαδρομή 700 περίπου χιλιομέτρων από τα Πυρηναία ως το Σαντιάγο της Κομποστέλλα, που συμβολίζει την μοναχική πορεία του Αγίου όταν πάσχιζε να εκχριστιανίσει τους ντόπιους. Από τα χρόνια του Μεσαίωνα, έως και σήμερα, όποια εποχή και αν ταξιδέψει κανείς σε αυτά τα μέρη, θα αντικρύσει μία ατελείωτη ουρά προσκυνητών, που με μοναδικό εφόδιο ένα μπαστούνι, το σακίδιό τους και ένα κρεμαστό κοχύλι, μία αχιβάδα που αποτελεί το σύμβολο του Αγ. Ιακώβου, επιχειρούν αυτή την επίπονη διαδρομή, ανακαλύπτοντας νέα συναισθήματα και εκφράσεις έντονης θρησκευτικότητας. Σύμφωνα με την παράδοση, ο τάφος του Αγίου ανακαλύφθηκε τυχαία στις αρχές του 9ου αι. και έκτοτε αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα του χριστιανικού κόσμου.
Είναι γνωστό, πως η Κέρκυρα, κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας αποτελούσε σταθμό προσκυνητών στο δρόμο τους προς ή από τους Αγίους Τόπους. Οι άνθρωποι αυτοί, ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες των πολύμηνων ταξιδιών, στάθμευαν σε διάφορους τόπους της διαδρομής, για ανεφοδιασμό και ξεκούραση. Στη θέση όπου δεσπόζει σήμερα ο Καθολικός Καθεδρικός Ναός της Κέρκυρας, ο «Ντόμος», ο οποίος είναι αφιερωμένος στον Άγιο Ιάκωβο, βρίσκονταν στις αρχές του 15ου αιώνα ένας μικρός ερειπωμένος ναός τον οποίον τα μέλη μίας αδελφότητας λαϊκών, ανέλαβαν να επισκευάσουν, αναγείροντας δίπλα του ένα μικρό ξενώνα, ένα οσπεντάλε, όπου θα είχαν τη δυνατότητα να φιλοξενήσουν ή να νοσηλεύσουν άπορους συμπολίτες ή καταπονημένους προσκυνητές. Η πράξη του Αρχιεπισκόπου Martinus Bernardini (1430-1452) για τη λειτουργία αυτού του σταθμού, εγκρίθηκε αργότερα, με Παπική Βούλα, στις 7 Ιουλίου 1466 και αυτή όριζε για τα μέλη της αδελφότητας, η οποία ονομάστηκε «Confraternità di San Giacomo e Cristoforo», να αναλάβουν τα λειτουργικά έξοδα ενός ιερέα και διαχειριστή, αλλά και να προσφέρουν κάθε χρόνο, στις 2 Φεβρουαρίου, μία λίτρα κερί στον Αρχιεπίσκοπο, σε ανάμνηση της μεταφοράς των εικόνων των Αγίων Ιακώβου και Χριστοφόρου από το ναό του Αγίου Φραγκίσκου στο νέο ναό. Ο νέος αυτός ναός υπέστη διάφορες καταστροφές αλλά και άλλες τόσες μετατροπές στους χρόνους που ακολούθησαν και τον Αύγουστο του 1632 ανακηρύχθηκε Καθεδρικός και Ενοριακός Ναός της Καθολικής Αρχιεπισκοπής της Κέρκυρας, κάτι που ισχύει έως σήμερα.
Οι αδελφότητες λαϊκών, εκείνη την περίοδο, αλλά και έως σήμερα στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας, ήταν ενώσεις ή σωματεία λαϊκών που είχαν ως σκοπό την προώθηση της φιλανθρωπίας, του δόγματος και της δημόσιας λατρείας, αλλά και την εξάσκηση μίας ευαγούς και χριστιανικής δραστηριότητας. Την περίοδο της Βενετοκρατίας εντοπίζονται στην Κέρκυρα δέκα περίπου αδελφότητες, μεταξύ αυτών η Del Santissimo Rosario, η Del Santissimo Sacramento, η Del Santissimo Crucifiso, η Di San Giuseppe, η Della Beata Vergine del Carmine, η Della Santa Barbara, η Di San Carlo κ.ο.κ. οι οποίες με βάση το Καταστατικό τους, εξέλεγαν ένα συμβούλιο, το Καπίτολο, που καθόριζε με ιδιαίτερη επιμέλεια τους σκοπούς και τα έργα τους. Σκοπός των μελών ήταν η συσπείρωση γύρω από μία οργάνωση με συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια, που ικανοποιούσε τις ανάγκες τους να ανήκουν σε ένα ευρύτερο κοινωνικό, επαγγελματικό και θρησκευτικό σύνολο. Η επιλογή των υποψηφίων μελών γίνονταν με μεγάλη επιμέλεια, εξετάζοντας τη φήμη και την ηθική τους συμπεριφορά. Οι αδελφότητες οι οποίες δέχονταν ως μέλη τους και γυναίκες, είχαν επίσης χαρακτήρα αλληλοβοηθητικό μεταξύ των μελών και των οικογενειών τους, φρόντιζαν για την προικοδότηση άπορων και ορφανών κοριτσιών και η διαχείρισή τους υποβάλλονταν για πολιτειακό, διοικητικό και εκκλησιαστικό έλεγχο κάθε χρόνο. Μία από τις βασικές τους επίσης προϋποθέσεις ήταν ο ευπρεπισμός και η φροντίδα του ναού μέσα στον οποίο συνεδρίαζαν και φιλοξενούνταν, λειτουργώντας ως πρόδρομοι των σημερινών ενοριακών συμβουλίων. Οι πρόσοδοί τους πάντως καταργήθηκαν με το τέλος της Βενετοκρατίας και την εγκαθίδρυση νέων πολιτικών θεσμών, όπως των Γάλλων και κυρίως των Άγγλων στη συνέχεια.
Η αδελφότητα του Αγίου Ιακώβου στην Κέρκυρα συνέδεσε την ύπαρξή της με τον ομώνυμο Ναό μέχρι την ανακήρυξή του σε Καθεδρικό. Η μεταφορά της μητροπολιτικής έδρας από το Ναό των Αγίων Πέτρου και Παύλου στο παλαιό φρούριο, στη θέση που βρίσκεται έως σήμερα, οδήγησε στην κατεδάφιση του ξενώνα και του μικρού νοσοκομείου που λειτουργούσε μέχρι τότε, για να εξυπηρετηθεί η ανάγκη της επέκτασης του νέου Καθεδρικού ναού. Όταν πάντως το 1658 ο Αρχιεπίσκοπος Carolus Labia (1659-1677) ανακαίνισε ριζικά το «Ντόμο», με δικές του μάλιστα δαπάνες, κατασκεύασε στα δεξιά της εισόδου τη γνωστή μαρμάρινη βάσκα με το αγιάσμα, δίνοντάς της το σχήμα μίας μεγάλης αχιβάδας, το γνωστό κοχύλι – σύμβολο του Αποστόλου Ιακώβου, στολισμένη με τον επισκοπικό του θυρεό. Επρόκειτο σίγουρα, όχι μονάχα για μία λειτουργική πράξη, αλλά και για μία ενδεικτική υπενθύμιση και τιμή στην μακραίωνη παράδοση του Αγίου Ιακώβου, προστάτη του ναού, αλλά και όλων των προσκυνητών, που τους προηγούμενους αιώνες τον είχαν επισκεφθεί.