Πριν από εξήντα επτά χρόνια και συγκεκριμένα στις 12 Αυγούστου 1953, στα νησιά του Ιονίου Πελάγους θα γραφτεί μία από τις μελανότερες σελίδες της ιστορίας τους. Σε μία ιδιαίτερα σεισμογενή περιοχή όπως η βορειοδυτική Ελλάδα, με ισχυρές σεισμικές δονήσεις αιώνες τώρα, κανείς δεν θα μπορούσε την εποχή εκείνη να φανταστεί το μέγεθος της τραγωδίας που θα έπληττε κυρίως τη Ζάκυνθο, την Ιθάκη και τη Κεφαλληνία. Ο σεισμός του Αυγούστου του 1953 και η πυρκαγιά που ακολούθησε έμελλε να ισοπεδώσει ολοκληρωτικά τη «Φλωρεντία του Ιονίου», όπως καθόλου άδικα ή υπερβολικά αποκαλούσαν το μικρό νησί της Ζακύνθου. Αλλά και η Κεφαλονιά και η Ιθάκη θα γνώριζαν την έκταση της καταστροφικής μανίας του εγκέλαδου που άφησε πίσω του εκατοντάδες νεκρούς, χιλιάδες τραυματίες, αγνοούμενους, ξενιτεμένους και αστέγους.
Ο σεισμός που έγινε αισθητός ακόμα και στην Κέρκυρα, όπου ακριβώς δέκα χρόνια νωρίτερα, είχε ζήσει την καταστροφική μανία των γερμανικών βομβαρδισμών, άφησε πίσω του την πικρή ανάμνηση μίας ολόκληρης ιστορίας και παραδόσεων που τείνουν πια να εκλείψουν. Η φωτιά στη Ζάκυνθο, που έκαιγε δύο ολόκληρες μέρες, αφάνισε για πάντα ιστορικές εκκλησίες, αρχοντικά ιδιαιτέρου κάλλους, πινακοθήκες και μουσεία, το αρχειοφυλακείο και τις βιβλιοθήκες, δημόσιες και ιδιωτικές, που προστάτευαν για αιώνες θησαυρούς από τη λόγια παράδοση των Επτανησίων, δημόσια κτίρια και κάθε τι που θύμιζε το μεγαλείο και την ιστορική ιδιαιτερότητα του ευρύτερου αυτού γεωγραφικού χώρου.
Αλλά και η Καθολική Εκκλησία που στα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου είδε στην Κέρκυρα το Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο με την πολύτιμή του βιβλιοθήκη, τον Καθεδρικό Ναό, άλλες ιστορικές εκκλησίες και σχολεία να αφανίζονται από τις εμπρηστικές βόμβες του κατακτητή, για άλλη μία φορά ζούσε το δράμα του αφανισμού. Η καταστροφή των εκκλησιών της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου με την απώλεια των ιστορικών τους αρχείων, των ιστορικών κειμηλίων και των υπολοίπων καλλιτεχνικών θησαυρών, άλλαξε για πάντα την ιστορία της, αφού το υλικό αυτό θα συνέβαλε, σίγουρα, στη διαμόρφωση μίας εντελώς διαφορετικής οπτικής για την ιστορία και τη φυσιογνωμία των καθολικών κοινοτήτων στα Ιόνια νησιά.
Την εποχή εκείνη, εφημέριος του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Μάρκου στη Ζάκυνθο, χτισμένου στα χρόνια της μακρινής βενετοκρατίας, ήταν ο γνωστός σε όλους μας Π. Άγγελος Αγιούς, ο Ντον Άγγελος. Γεννημένος στην Κέρκυρα στις 4 Απριλίου 1917, ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Βασιλική Σχολή αρρένων των Αδελφών των Χριστιανικών Σχολών στη γενέτειρά του. Ακολούθως αναχώρησε για τη Ρώμη όπου στο «Ουρβάνειο» Κολέγιο της Προπαγάνδας, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη θεολογία και στη φιλοσοφία και στις 14 Σεπτεμβρίου 1943 χειροτονήθηκε ιερέας. Οι συνθήκες δεν του επέτρεψαν να επιστρέψει αμέσως στην Ελλάδα και λόγω της ελληνικής του υπηκοότητας παρέμεινε σε αναγκαστικό περιορισμό, στο ιεροσπουδαστήριο, μέχρι τη λήξη του πολέμου. Επιστρέφοντας στη χώρα μας, διορίστηκε την 1η Ιουλίου 1945 Εφημέριος Ζακύνθου, αντικαθιστώντας τον ιταλοκερκυραίο ιερέα Tommaso Visaggio. Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στη ζακυνθινή κοινωνία, όπου στο πρόσωπό του έβλεπε ένα νέο και φιλάνθρωπο ιερέα, να προσπαθεί να «αναστήσει» το ποίμνιό του που έβγαινε λαβωμένο από το δράμα του τελευταίου πολέμου. Τον Ιούνιο του 1960 οι ανώτεροί του τον ανακάλεσαν στην Κέρκυρα, όπου έως το 1980 υπηρέτησε, τυπικά, ως υπεφημέριος στον Καθεδρικό Ναό «Ντόμο».
Η ψηλόλιγνη φιγούρα του μέσα στο νοσοκομείο, στο κοιμητήριο, στο εξομολογητήριο, στην είσοδο των ναών να μοιράζει τις προσευχές που είχε αφιερώσει στην Παναγία, στη δική του Παναγία, που με καμάρι έβλεπε να έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δεκαπέντε γλώσσες, παρά τις μικρές του «εμμονές» στην παράδοση και τον εκρηκτικό τρόπο που τις υπερασπίζονταν πολλές φορές, έγινε σύμβολο της σεμνότητας, της ευγένειας, της καλλιέργειας και της φιλανθρωπίας που θα έπρεπε να χαρακτηρίζουν την αποστολή κάθε ιερέα. Γι’ αυτό, όταν πριν από δεκαπέντε χρόνια, μια μέρα σα σήμερα, στις 3 Σεπτεμβρίου 2005, άφηνε την τελευταία του πνοή, η κερκυραϊκή κοινωνία ένοιωσε βαθιά το μέγεθος της απώλειας του ταπεινού αυτού λευίτη. Αλλά και η ζακυνθινή, όπου με τη φροντίδα του κ. Ν. Κ. Κουρκουμέλη, φρόντισε στη κηδεία του να στείλει - μέσω της Δημοτικής Αρχής - ένα μεγάλο στεφάνι, αποδεικνύοντας πως εξήντα χρόνια μετά δεν τον είχε ξεχάσει.
Ο Ντον Άγγελος έζησε το δράμα και την καταστροφή των σεισμών της Ζακύνθου, το θάνατο και την απόγνωση αγαπημένων του ενοριτών και συνανθρώπων, την απώλεια όλου του ιστορικού και καλλιτεχνικού πλούτου της Επισκοπής που με κόπο προσπαθούσε να βάλει σε μία τάξη. Προσπάθησε να συγκεντρώσει μέσα από τα ερείπια των κατεστραμμένων ναών και της Επισκοπής, ότι μπορούσε να διασωθεί. Ξεκίνησε την ανοικοδόμηση του Καθεδρικού Ναού μέχρι την εποχή που τον διαδέχθηκε ο π. Σωτήριος Βέλλας και προσπάθησε να εκμεταλλευτεί όσα εισοδήματα μπορούσε να συγκεντρώσει για την αποκατάσταση οικογενειών που είχαν χάσει τα πάντα. Όταν πλέον έφυγε από τη Ζάκυνθο, δεν άντεξε ποτέ να επιστρέψει πίσω σε αυτήν.
Στη σημερινή αναφορά παρουσιάζουμε ένα ιστορικό φωτογραφικό ντοκουμέντο από το αρχείο του γράφοντος, με τον Π. Άγγελο Αγιούς, μέσα στα συντρίμμια του Καθεδρικού ναού, να προσπαθεί να περισώσει ότι έχει απομείνει από το ταφικό μνημείο του Επισκόπου Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, του πρώτου σημαντικού ιστοριογράφου της Ζακύνθου, Balthassar Maria Remondini (1736-1777). Στο πλευρό του ο φίλος του, ο ζακυνθινός ευπατρίδης Νικόλαος Βαρβιάνης, στην αυτοθυσία του οποίου οφείλεται η σωτηρία των σολωμικών χειρογράφων και εκατοντάδων ακόμη κειμηλίων και έργων τέχνης. Δυστυχώς ο θυρεός του Αρχιεπισκόπου και πολλά ακόμη κειμήλια που περισυνέλεξε και κατέγραψε ο π. Άγγελος έχουν σήμερα… εξαφανισθεί!
Ζώντας το δράμα και την αγωνία αυτής της ολοκληρωτικής καταστροφής, ο Ντον Άγγελος, θα στείλει στο Διευθυντή του «Ουρβανείου» Κολεγίου στη Ρώμη, όπου και είχε σπουδάσει, μία επιστολή, αναφερόμενος στην κατάσταση που βρέθηκε την εποχή εκείνη. Το γράμμα αυτό δημοσιεύθηκε στο «Alma Mater», την επετηρίδα του Κολεγίου και το αναδημοσιεύσουμε, όχι για πρώτη φορά, τιμώντας έστω και με τον τρόπο αυτόν, τους νεκρούς της αποφράδας εκείνης ημέρας.
«Ζάκυνθος 18 Σεπτεμβρίου 1953
…σήμερα είναι η δέκατη επέτειος της χειροτονίας μου. Κι όμως μου φαίνεται ότι έχει περάσει μόνο μία εβδομάδα. Εκείνες οι μέρες του Σεπτεμβρίου 1943 δεν ήταν καθόλου ήρεμες και όμως, ποιος θα μου το έλεγε πως δέκα χρόνια μετά θα βρισκόμουν απογυμνωμένος από τα πάντα. Ο τρομερός σεισμός της 12ης Αυγούστου μας τα πήρε όλα και εγώ, βγήκα γυμνός σαν τον Λάζαρο από τον τάφο. Η όμορφη εκκλησία του Αγίου Μάρκου που κατασκευάστηκε στα χρόνια των Βενετών έχει καταστραφεί, δύο άλλα σπίτια έχουν καεί κι εγώ βρίσκομαι χωρίς τα λειτουργικά μου βιβλία, αδύναμος να λειτουργήσω.
Ήταν Κυριακή 9 Αυγούστου και βρισκόμασταν στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, όταν, γύρω στις 09:30’ ένα ταρακούνημα, που σε εμάς έφθασε εξασθενημένο, κατέστρεψε τα κοντινά μέρη της Ιθάκης και της Σάμης. Το υπόλοιπο της Κυριακής και η Δευτέρα πέρασαν με ησυχία. Την Τρίτη το πρωί στις 05:30’, ένα νέο δυνατό ταρακούνημα μας ξύπνησε από τα γλυκά όνειρα και από το διάδρομο και τις σκάλες βγήκαμε σχεδόν γυμνοί στην πλατειούλα μπροστά από τον ναό. Όλα τα σπίτια γέμισαν μεγάλες ρωγμές, ενώ λίγα ακόμη έπεσαν. Η μέρα πέρασε με σχόλια και εκτιμήσεις.
Ξημέρωσε πια το πρωινό της 12ης Αυγούστου, όμορφο και φωτεινό όπως εκείνο που ο Δημιουργός είπε «Γενηθήτω το φως». Τα κτίρια χρειάζονταν επισκευές και αρχίσαμε να μαζεύουμε υλικά χωρίς να υποπτευόμαστε ότι έφτανε η μοιραία στιγμή. Στις 11:00’ καμιά δεκαριά άτομα ήμασταν μαζεμένα πίσω από το σπίτι, σε ένα μικρό κήπο περιτριγυρισμένο από ψηλό τοίχο. Τότε ακούστηκε ένα μουγκρητό σαν να ερχόταν από τα έγκατα της γης. Έδωσα ένα πήδημα και βρέθηκα στο κέντρο του κήπου, ενώ η γη, λες και είχε δεχθεί μια πανίσχυρη ώθηση, άρχισε να ταλαντεύεται τρελά. Έμοιαζε σαν να ήρθε το τέλος του κόσμου. Τα σπίτια έπεφταν σαν να ήταν χάρτινα. Σε λίγα δευτερόλεπτα εκατό χιλιάδες άνθρωποι έμειναν γυμνοί από τα πάντα, εκατοντάδες πέθαιναν και άλλοι θάπτονταν ζωντανοί. Ύστερα από λίγα λεπτά σιωπής, σαν για να πάρει αναπνοή ο σεισμός, με νέα δύναμη ξανάρχισε να καταστρέφει ότι είχε απομείνει, κλείνοντας ακόμη και τους δρόμους.
Μείναμε εκεί μέχρι τις δύο, όταν ένας τρίτος σεισμός, πιο δυνατός από όλους, μας πέταξε στη γη. Κι αυτή δεν μας υποδέχθηκε σαν μητέρα, αλλά μας ταρακούναγε σαν μπάλες. Η σκόνη που σηκώθηκε έκρυψε τον ήλιο και η μέρα γίνηκε νύχτα. Έπειτα ο άνεμος έδιωξε τη σκόνη μακριά και όλη η γειτονιά μας τυλίχθηκε στις φλόγες. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνεις από το να τρέξεις να το σκάσεις. Έπρεπε όμως να περάσεις ανάμεσα από βουνά με χαλάσματα, μέσα από τα οποία έβγαιναν κραυγές απελπισίας κι από σωρούς με ηλεκτρικά καλώδια, σίδερα κι άλλα υλικά που εμπόδιζαν τη διαδρομή με τον διαρκή πάντα κίνδυνο να χτυπηθείς από έναν νέο σεισμό.
Φθάσαμε στην εξοχή και πέσαμε λες και ήμαστε νεκροί στο έδαφος, ζητώντας νερό. Σε λίγο καιρό θα έχω τα αναγκαία για να ντυθώ, θα έχω τα λειτουργικά μου βιβλία, θα αργήσω όμως να έχω την εκκλησία μου…»
Σ.Γ.