Ιερά Μονή Αδελφών Αγίου Ιωσήφ της Λυών


Το 1901 μία Κοινότητα Μοναχών από τη Lyon της Γαλλίας, εγκαθίσταται στην Ηγεμονία της Σάμου όπου ιδρύει ένα Οικοτροφείο και Σχολείο όπου διδάσκονταν η Γαλλική Γλώσσα. Σύντομα εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του νησιού, η δε συνεισφορά των Αδελφών στα κοινωνικά ζητήματα της Σάμου, υπήρξε πολύπλευρη και σημαντική. Τον Ιούλιο του 1971 απεφασίσθη το κλείσιμο της Σχολής και τρεις ελληνίδες μοναχές, ανταποκρινόμενες στην πρόσκληση του τότε Αρχιεπισκόπου Κερκύρας Αντωνίου Βαρθαλίτη, εγκαταστάθηκαν σε δομή της Αρχιεπισκοπής στην Κέρκυρα, όπου ίδρυσαν ένα φροντιστήριο Γαλλικής Γλώσσας.

Οι τρεις Αδελφές εργάστηκαν με ζήλο και ανέλαβαν ένα μεγάλο μέρος των ποιμαντικών δράσεων της Αρχιεπισκοπής, του φιλανθρωπικού και του ιεραποστολικού της έργου. Μεγάλη υπήρξε η συνεισφορά της στο πλευρό των παιδιών και των νέων με τη διοργάνωση των κατασκηνώσεων, της κατήχησης και διαφόρων πολιτιστικών δράσεων. Η Κοινότητα ανέστειλε προσωρινά τις δραστηριότητές της το 2011.

Η Ιερά Μονή αναγνωρίστηκε επίσημα ως Θ.Ν.Π. με Αριθμό Απόφασης Αναγνώρισης 8/15.07.2015 του Πρωτοδικείου Κέρκυρας. Προσωρινά έχει αναστείλει τη λειτουργία της. Εκ των τριών Αδελφών που συγκροτούσαν την Κοινότητα της Κέρκυρας, οι δύο έχουν επιστρέψει στον Οίκο του Πατέρα. Η Αδελφή Αικατερίνη Μαϊδιώτου εξυπηρετεί τις ανάγκες της Κοινότητας στην Τουλόν της Γαλλίας.

Διεύθυνση: Ριζοσπαστών Βουλευτών 9, 491 00 Κέρκυρα

Αδ. Μαρία Πρίντεζη “Sr. Marie Reine”

του Τάγματος των Αδελφών του Αγίου Ιωσήφ της Λυών
1921 – 2019

Πλήρης ημερών αναχώρησε το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης 24/04/2019 για την αιώνια ζωή η Αδελφή Μαρία Πρίντεζη.

Γεννημένη στη Σύρο το 1921 εισήλθε σε μικρή ηλικία στην Κοινότητα του Τάγματος των Αδελφών του Αγίου Ιωσήφ της Λυών στη Σάμο και ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και την κατήχηση των μικρών μαθητών της Έλληνο – Γαλλικής Σχολής Αγίου Ιωσήφ στο Βαθύ.

Το 1971, με το κλείσιμο της Κοινότητας, εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα όπου παρέμεινε για περισσότερο από τρεις δεκαετίες μαζί με τις συναδέλφους της Αδ. Μικελίνα Παλαμάρη και Αδ. Αικατερίνη Μαϊδιώτου.

Η Αδελφή Μαρία αγαπήθηκε από το σύνολο της τοπικής κερκυραϊκής κοινωνίας για την απλότητα και την αμεσότητά της. Όλοι τη θυμούνται για το πολύπλευρο έργο της στην Κάριτας, για τις συχνές επισκέψεις της στις φυλακές, για τα φιλανθρωπικά μπαζάρ που οργάνωνε και τις συχνές επισκέψεις της στις οικογένειες, αλλά και κάθε άνθρωπο που αναζητούσε βοήθεια και παρηγοριά, για το πολύτιμο έργο της μέσα στην ενορία, στις κατασκηνώσεις και στην κατήχηση, κυρίως των πολύ μικρών παιδιών, για τα οποία υπήρξε πάντοτε μια γλυκιά γιαγιά.

Η Αδελφή Μαρία τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε σε μία από τις κοινότητες- οίκους ευγηρίας του Τάγματος στο Saint Étienne στη Γαλλία και ενώ το τελευταίο διάστημα η άνοια την είχε «γονατίσει» το άκουσμα της λέξης «Κέρκυρα» πυροδοτούσε στο μυαλό της μνήμες και συναισθήματα και ένα μεγάλο χαμόγελο. Μέχρι σήμερα δεκάδες συμπολίτες, καθολικοί και ορθόδοξοι συνεχίζουν να ρωτούν για την Αδελφή Μαρία, την καθολική καλόγρια που σημάδεψε τις καρδιές και τα παιδικά τους χρόνια.

Αιωνία της η μνήμη

Αδ. Μικελίνα Παλαμάρη

του Τάγματος των Αδελφών του Αγίου Ιωσήφ της Λυών

1928-2021

Πλήρης ημερών, αλλά βαθύτατα δοκιμασμένη από την αρρώστια, η Αδελφή Μικελίνα Παλαμάρη του Τάγματος του Αγίου Ιωσήφ της Λυών, η Sœur Michele, άφησε την τελευταία της πνοή στην Αθήνα, τα χαράματα της 1ης Ιουνίου 2021.
Η Sœur Michele γεννήθηκε στη Στενή της Τήνου στις 8 Ιουνίου 1928 και σε μικρή ηλικία, η οικογένειά της την εμπιστεύτηκε στην Κοινότητα των Αδελφών του Αγίου Ιωσήφ, που στη νησί της Σάμου, λειτουργούσαν ένα πρότυπο έλληνο-γαλλικό σχολείο και οικοτροφείο. Οι μοναχές θα την επιλέξουν και θα τη στείλουν στη Λυών της Γαλλίας, όπου η νεαρή Μικελίνα θα δώσει τους μοναχικούς της όρκους και ως Αδελφή Joséphine πλέον, θα επιστρέψει στη Σάμο την 1η Οκτωβρίου 1958 για να εργαστεί στο πλευρό των Αδελφών της. Εργάστηκε ακούραστα για την πνευματική επιμόρφωση των καθολικών, κυρίως των κοριτσιών και την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας, έως και τις αρχές του 1971, όταν αποφασίστηκε το κλείσιμο της Σχολής και η μεταφορά των Αδελφών στην Κέρκυρα.
Η Sœur Michele υπήρξε η πρώτη, που αποδεχόμενη την πρόσκληση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αντωνίου Βαρθαλίτη εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα στις 25 Ιουλίου 1971. Μαζί με τις συναδέλφους της, την αείμνηστη Αδ. Μαρία Πρίντεζη και τη Αδ. Αικατερίνη Μαϊδιώτου, οργάνωσαν, σε σύντομο διάστημα, μέσα στην Κοινότητά τους, ένα φροντιστήριο γαλλικής γλώσσας, απ’ όπου εκατοντάδες παιδιά αποφοίτησαν, αποκτώντας ένα πρώτο δίπλωμα στα γαλλικά. Παράλληλα, στα πλαίσια του ποιμαντικού έργου της Αρχιεπισκοπής, ασχολήθηκε, μαζί με τις υπόλοιπες Αδελφές, ακούραστα και αγόγγυστα, με το κατηχητικό έργο, την Κάριτας, την οργάνωση αποστολών τροφίμων και ιματισμού στην Αλβανία και στη Βουλγαρία, με την οργάνωση επισκέψεων στις φυλακές, σε οικογένειες που βρίσκονταν σε ανάγκη, και όχι απαραίτητα οικονομική, με την οργάνωση των κατασκηνώσεων, διαφόρων ομάδων προσευχής, ομάδων θεάτρου και τόσα ακόμα που έκαναν τα παιδικά μας χρόνια, να φαντάζουν σήμερα, τόσο νοσταλγικά και αξέχαστα.
Ύστερα από σαράντα χρόνια διακονίας στην Κέρκυρα ήρθε η απόφαση να κλείσει η Κοινότητά τους και οι Αδελφές να επιστρέψουν στη Γαλλία. Στις 25 Ιουνίου του 2011 σε μία σεμνή τελετή, στην Καθολική Μητρόπολη, συγκεντρωθήκαμε για να τις ευχαριστήσουμε και να τις αποχαιρετίσουμε. Η αποστολή των Αδελφών του Αγίου Ιωσήφ στην Ελλάδα, υπήρξε πάντοτε η δημιουργία σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και των ανθρώπων με το Θεό, με μία ιδιαίτερη πάντα μέριμνα και φροντίδα για τους φτωχούς. Αυτή η αποστολή κοινωνίας βιώθηκε όλα αυτά τα χρόνια με διαφορετικές εκφράσεις, ανάλογα με το χώρο και τις περιστάσεις της ζωής. Ξεκινώντας από την κοινοτική ζωή, την προσευχή, την παρουσία, το πλησίασμα και με μια σειρά άλλων παράλληλων δραστηριοτήτων, ξέραμε πως η Εκκλησία της Κέρκυρας, την ημέρα εκείνη, έβγαινε πιο φτωχή.
Το θέμα των ιερατικών και των μοναχικών κλήσεων την απασχολούσε διαρκώς και όπως είπαν οι ίδιες εκείνο το απόγευμα: «Η κλήση μας σαν μοναχές είναι ένα κάλεσμα να βιώνουμε το Βάπτισμά μας, βάζοντας τον Χριστό στην καρδιά της ζωής μας: στην καρδιά της ικανότητας να αγαπάμε. Να αγαπάμε το Χριστό και τα πρόσωπα που μας δίνει να συναντήσουμε και να υπηρετούμε. Στην καρδιά της ικανότητας μας να κατευθύνουμε τις επιλογές μας σαν μέλη της αποστολής της κοινότητας, βιώνοντας την αποστολή του Χριστού, Υπηρέτη και Σωτήρα. Ευχαριστούμε το Θεό μαζί σας για ότι δώσαμε και λάβαμε εδώ: υποδοχή, αδελφικές σχέσεις, τη χαρά να βλέπουμε να μεγαλώνουν τα παιδιά, να προοδεύουν στα γαλλικά, στην εμβάθυνση της πίστης, στην Κατήχηση, στη μύηση στα Μυστήρια, στο Χρίσμα... Ευχαριστούμε το Θεό για την στήριξη και την αγάπη που μας βοήθησε να εκδηλώσουμε προς τα αναγκεμένα και τα ηλικιωμένα πρόσωπα, στις οικογένειες αυτής της Ενορίας και όχι μόνο, στους μετανάστες, στους φυλακισμένους…».
Σε σχέση με τις υπόλοιπες Αδελφές, η Αδ. Μικελίνα φάνταζε πάντα πιο σοβαρή, πιο αυστηρή, πιο απόμακρη, πιο πρακτική στα λόγια και στα έργα της. Όσο πλησίαζε όμως η ώρα του αποχαιρετισμού, ένα βουνό συναισθημάτων πόνου, λύπης και αγωνίας, την έκαναν να δείχνει τόσο εύθραυστη και τόσο καταβεβλημένη. Κι όταν το επόμενο πρωί, ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης έσβησε το καντήλι στο παρεκκλήσιο της Μονής και τη συνόδευσε στο αυτοκίνητο που θα την μετέφερε στο αεροδρόμιο, η συναισθηματική έκρηξη που ακολούθησε κι ο σπαραγμός της ν’ αφήνει τον τόπο που τόσο αγάπησε, μας έκανε όλους να παγώσουμε.
Δεν μας ξέχασε όμως ποτέ. Στην Αθήνα, η Soeur Michele κλήθηκε να ζήσει την αποστολή της με τους άλλους φιλοξενούμενους ενός οίκου ευγηρίας, τον «Καλό Σαμαρείτη», στην Πεύκη, αφιερωμένη πάντα στην αποστολή της προσευχής και βοηθώντας τα πονεμένα πρόσωπα της νέας της «γειτονιάς». Δε θέλησε ποτέ να φύγει για τη Γαλλία, για να είναι κοντά στην οικογένειά της, στα ανίψια της και σε όλα τα αγαπημένα της πρόσωπα. Συχνά της ζητούσαμε να επισκεφθεί την Κέρκυρα, η ψυχή της όμως δεν μπορούσε να αντέξει, ακόμα, μία τέτοια επιστροφή. Κι όταν μετά από χρόνια το αποφάσισε, ένα Πάσχα πριν από λίγα χρόνια, δεν θέλησε να περάσει απ’ την παλιά της γειτονιά, ούτε να αντικρύσει ξανά το κλεισμένο πορτόνι του παλιού τους σπιτιού.
Μέχρι την τελευταία εβδομάδα, ταπεινά και αθόρυβα επικοινωνούσε, έστω και με την αναπνοή να την προδίδει, με τους παλιούς της γνωστούς. Η αρρώστια την είχε καταβάλει. Ο εγκλεισμός στο ίδρυμα λόγω της πανδημίας και η έλλειψη της ανθρώπινης επικοινωνίας και της συμμετοχής στην ευχαριστιακή ζωή της Εκκλησίας, την είχε ρίξει σε μια βαθιά κατάθλιψη. Μέχρι την τελευταία στιγμή, η σκέψη και η προσευχή της ήταν στραμμένη στους παλιούς της μαθητές και στα παιδιά της κατήχησης. Στους γονείς μας, στα νέα παιδιά και στα νέα ζευγάρια, για τα οποία προσεύχονταν να μένουν πάντα κοντά στο Θεό και στην Εκκλησία.
Κι από εκεί που είναι από σήμερα, θα συνεχίσει να κάνει το ίδιο, για όλες και όλους εμάς.
Σ.Γ.