Εις μνήμην Σεπτεμβρίου 1943
Ξημερώνοντας η ημέρα της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, η Κέρκυρα δέχθηκε το ισχυρότερο πλήγμα στη σύγχρονη ιστορία της. Δεκάδες γερμανικά βομβαρδιστικά έκαψαν το ιστορικό κέντρο της πόλης μας, σε μία κίνηση να κάμψουν την ιταλική φρουρά κατοχής, που με εγκληματική επιπολαιότητα αρνούνταν να παραδοθεί στους μέχρι πρώην συμμάχους της, αλλά και το ηθικό των κατοίκων. Ο εμπρησμός του Σεπτεμβρίου του ’43 δεν ήταν όμως το τελευταίο πλήγμα που δέχτηκε το νησί μας κατά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Η Κέρκυρα, μέχρι που παραδόθηκε, βαθύτατα λαβωμένη στο Γερμανό κατακτητή, είχε δεχθεί συνολικά 127 ιταλικούς και 32 γερμανικούς βομβαρδισμούς, ενώ για την απελευθέρωση θ’ ακολουθούσαν 36 ακόμα συμμαχικοί.
Σ’ ότι αφορά στους χώρους λατρείας στο νησί, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχασε δώδεκα ιστορικούς ναούς, ενώ ο ναός της αγγλικανικής κοινότητας της Αγίας Τριάδας, που στεγάζονταν στο Μέγαρο της Ιονίου Βουλής, κάηκε ολοκληρωτικά. Η εβραϊκή, επίσης, κοινότητα λίγο πριν δει τον πληθυσμό της να εκτοπίζεται και να θανατώνεται στα κρεματόρια της Γερμανίας και της Πολωνίας, είδε τις συναγωγές και τα σπίτια της να εξαφανίζονται από το χάρτη της πόλης μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Αλλά και η Καθολική Εκκλησία, πλήρωσε ακόμη βαρύτερο τίμημα, τόσο στο βομβαρδισμό όσο και σε όλη τη διάρκεια του πολέμου αφού είδε το σύνολο των εκκλησιών και των καθιδρυμάτων της να καταστρέφονται ολοσχερώς ή να υφίστανται σοβαρότατες ζημιές.
Ο Γιάννης Μανούσακας, πολιτικός εξόριστος στο Λαζαρέτο τότε, θυμάται στα απομνημονεύματά του: «Είχαμε πλησιάσει στην Κέρκυρα όταν ακούσαμε τις φωνές των ανθρώπων που με μιας γινήκαν ουρλιαχτά, γιατί τ' αεροπλάνα άρχισαν να ρίχνουν τις μπόμπες τους αδιάκριτα πάνω στην πολιτεία. Μισή ώρα κράτησε το έγκλημα να καρφώνουν τη φωτιά και το σίδερο στο κορμί της ειρηνικής πόλης, με τους ανθρώπους της, τους γέρους, τους νιους και τα παιδιά, τα παιδιά που τους ήταν αδύνατο να νιώσουν γιατί τους μελλόταν τούτη η αδυσώπητη μοίρα… Το μάτι μου έπεσε πέρα σε μια φωτιά με καπνούς ανάκατη, που πεταγόταν με δύναμη ψηλά, τινάζοντας τα υλικά από τη σκέπη ενός σπιτιού. Χάθηκε αμέσως η φωτιά, τα υλικά πέσανε ανάμεσα στα ντουβάρια που τά’ κρυψε και κείνα ο καπνός. Οι βόμβες πέφτανε η μία πίσω από την άλλη σ’ όλη την πολιτεία… Γέμισε το καταφύγιο, μα εξακολουθούσε ο κόσμος να ορμά μέσα σαν ποτάμι. Τα πρόσωπά των ανθρώπων είχαν αλλάξει όψη, τα χείλια τους είχαν στεγνώσει κι ένας ακατάληπτος θρήνος βούιζε στον υπόγειο θόλο. Μέσα σε κείνο το βουητό ξεχώριζες των μανάδων τις φωνές που γύρευαν τα παιδιά τους και των παιδιών τα καλέσματα που αποζητούσαν τις μανάδες και τ’ άλλα αδέρφια. Κι ο κόσμος συνέχισε να ορμά, στριμώχτηκε, κι έγινε τέτοιο στρίμωγμα και τόσο λιγόστεψε ο αέρας, που άρχισαν οι λιποθυμίες. Μια φωνή ακούστηκε: Ρίξαν εμπρηστικές, η πολιτεία καίγεται. Πολλές φωνές φώναζαν μαζί: Πάμε στο φρούριο. Εδώ θα πνιγούμε. Να φύγουμε από τη φωτιά, να φύγουμε απ' την κόλαση…
Μόλις άρχισα ν’ ανεβαίνω τα σκαλιά φρουφρούρισε κάτι στην πλάτη μου. Έστρεψα βιαστικά. Ένα τετράγωνο εμπρηστικό φύλλο που είχε πέσει στο πορτί, άναψε σαν έκανε επαφή με τη γη, δημιουργώντας μια κιτρινοπράσινη δυνατή φωτιά που θάμπωνε το βλέμμα … Βρεθήκαμε σε μια μικρή πλατεία. Ήτανε τόσο φωτισμένη, που ποτέ της δε θα’ χε γνωρίσει τέτοια φωτοχυσία. Κάμποσα εμπρηστικά φύλλα άναβαν τις πολύχρωμες δυνατές φωτιές τους, κι οι στέγες των σπιτιών είχανε λαμπαδιάσει. Έπεφταν ακατάπαυστα φύλλα κι εμπρηστικές μπόμπες όσο μποτίλιες της μισής οκάς. Αυτές έχουν βάρος και τρυπούν τα κεραμίδια, σταματάνε στο ταβάνι και σκάζουνε, σκορπάνε σε κομματάκια κι η φωτιά τους φτάνει χιλιάδες βαθμούς θερμοκρασία, λαμπαδιάζει αμέσως το σπίτι από την κορφή. Οι οικοδομές της πολιτείας τούτης, από το δεύτερο ή τρίτο όροφο και πάνω είναι ξύλινες, σκεπασμένες με σουβά. Ο σουβάς έπεφτε με τη ζέστη κι ολόκληρο το σπίτι έμοιαζε πυροτέχνημα.
Δεν είναι μπορετό να περιγράψω κείνο το μακάβριο μεγαλείο της καταστροφής. Ήτανε σα να γιόρταζε η ίδια η πολιτεία τον αφανισμό της κι είχε μεταβληθεί σε φωταγωγημένη κόλαση. Τ’ αεροπλάνα, σαν αόρατοι δαιμόνοι, φέρνοντας κύκλους ρίχναν το φορτίο τους στα σημεία όπου δεν είχαν ανάψει ακόμα τα σπίτια της ανυπεράσπιστης Κέρκυρας. Κι όπως τ’ αντιαεροπορικά είχαν σιγήσει, κυρίαρχα τώρα ουρανού και γης, πολυβολούσανε μ’ ατέλειωτες ριπές, που μοιάζανε πιότερο εμετός από μίσος και χλευασμό στον άνθρωπο, παρά σφαίρες που μπορούσαν ν’ αφαιρέσουνε ζωές.
Τρέχαμε σ' ένα δρόμο με πολυώροφα σπίτια, οι φλόγες έτρωγαν τους απάνω ορόφους. Ο δύστυχος σπιτονοικοκύρης μας, κοντός και χοντρός καθώς ήταν, πηδούσε σα βάτραχος τα παραθυρόφυλλα που πέφταν αναμμένα, τραγουδώντας: "οι βάρβαροι, οι βάρβαροι" παρακαλώντας τον Άη Σπυρίδωνα να τους κάψει. Λαός πολύς τραβούσε λαχανιάζοντας, με την ψυχή στο στόμα, κατά την έξοδο της πολιτείας, κι άλλοι πισωγυρνούσαν κι έψαχναν για τους δικούς τους, που τους έχασαν, μέσα στη παραφροσύνη όλου ετούτου του κόσμου».
Στη φωτογραφία της ημέρας, ένα τεκμήριο από τη συλλογή μας, με το ερείπιο του Καθολικού και Καθεδρικού Ναού «Ντόμος», θύμα κι αυτός επί εικοσιπέντε και πλέον χρόνια μέχρι την ανοικοδόμησή του, της προκατάληψης και της μισαλλοδοξίας που γέννησε η τραγωδία του τελευταίου μεγάλου πολέμου.
Σ.Γ.