Πολλά ακούστηκαν και γράφτηκαν το τελευταίο διάστημα για την αναμενόμενη, στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, απόφαση του Τουρκικού Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την μετατροπή του μνημείου της Αγίας Σοφίας, από μουσείο σε μουσουλμανικό τέμενος. Η απόφαση του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου της Τουρκίας, όπως επικυρώθηκε με προεδρικό διάταγμα του Ταγίπ Ρετζέπ Ερντογάν, ήρθε να καταργήσει το νόμο του πατέρα της Τουρκικής δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, όταν το 1934 αποφάσισε να μετατρέψει τον εμβληματικό αυτό χώρο, σε μουσείο, μετά από 480 χρόνια που λειτουργούσε ως τζαμί.
Οι αντιδράσεις υπήρξαν πολλές και ποικίλες: άλλες ακραίες, άλλες συγκαταβατικές, άλλες τονίζοντας την πολιτιστική και καλλιτεχνική διάσταση του μνημείου, άλλες τη θρησκευτική και οι περισσότερες το διαθρησκειακό και οικουμενικό του χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, μελετώντας την τουρκική πολιτική, πίσω από τις γραμμές, και ο πλέον αφελής μπορεί να καταλάβει τη σημασία μίας τέτοιας απόφασης και την επικινδυνότητα οι αντιδράσεις να οδηγήσουν σε εργαλειοποίηση της υποθέσεως του ιερού αυτού χώρου και τη χρησιμοποίησή του για την άσκηση μίας στυγνής διπλωματίας, αλλά και μίας πιο επιθετικής πολιτικής απέναντι στις χριστιανικές μειονότητες της Τουρκίας και κύρια απέναντι στον Οικουμενικό Θρόνο.
Χλιαρή υπήρξε και η αντίδραση της Ρώμης και αυτό για λόγους ευνόητους, αν και όλοι γνωρίζουν πως οι σχέσεις του Πάπα και του Οικουμενικού Πατριάρχη, είναι καλύτερες από ποτέ και υπάρχει ένας διαρκής και ειλικρινής δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ τους. Στην κυριακάτικη ομιλία του στην πλατεία του Αγίου Πέτρου, ο Πάπας Φραγκίσκος, αφού ενημερώθηκε για όλα όσα αποφασίστηκαν τελικώς στην Τουρκία, έκανε μία σύντομη, αλλά γεμάτη νοήματα αναφορά, επ' ευκαιρία της διεθνούς Ημέρας για την Προστασία της Θάλασσας, τονίζοντας: «H θάλασσα πηγαίνει τη σκέψη μου πολύ μακριά, πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη και την Αγία Σοφία, και είμαι πολύ πονεμένος». Η Αγία Σοφία, η Κωνσταντινούπολη και η σχέση της με τη Δύση είναι μία πολυδαίδαλη και συνάμα πονεμένη ιστορία και αν και δε θα διστάζαμε να αναμοχλεύσουμε κάποιες πτυχές από αυτήν, θα το αποφύγουμε σήμερα, για να μην υποτιμήσουμε το περιεχόμενο της σημερινής μας αναφοράς.
Έχοντας ως αφετηρία την αποφράδα ημέρα της 16ης Ιουλίου 1054 που σηματοδοτεί στην ιστορία το οριστικό σχίσμα ανάμεσα στην ανατολική και δυτική Εκκλησία, θα αναφερθούμε σε ένα άλλο γεγονός που σχετίζεται με την επίσκεψη του Αγίου Πάπα Παύλου του 6ου στο Φανάρι και στον ιστορικό ναό της του Θεού Σοφίας. Η ιστορία άρχισε δέκα σχεδόν αιώνες πριν. Το 1054 ο καρδινάλιος Ουμπέρτο Ντα Σίλβα Κάντιντα, εκπροσωπώντας όχι τον Πάπα Λέοντα τον 9ο, ο οποίος άλλωστε είχε πεθάνει τον Απρίλιο του ίδιου έτους, αλλά το Γερμανό Αυτοκράτορα κατέθεσε στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας το γνωστό αφορισμό, προκαλώντας τον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο να απαντήσει με τον ίδιο τρόπο, οδηγώντας τις μέχρι πρότινος - και παρά τις ιστορικές και δογματικές διαφορές – αδελφές Εκκλησίες σε χωρισμό. Αυτό το ιστορικό γεγονός δραματοποιήθηκε αργότερα, με διάφορους τρόπους και χρησιμοποιήθηκε για πολιτικούς λόγους, διευρύνοντας το χάσμα και την προκατάληψη ανάμεσα στις δύο χριστιανικές παραδόσεις.
Έκτοτε πολλές προσπάθειες έγιναν για τη λεγόμενη ένωση των Εκκλησιών, αλλά ο ανθρώπινος παράγοντας και οι εγωισμοί υπερίσχυσαν των καλών θελήσεων. Το 1959 ξεκίνησε ένας γόνιμος διάλογος ανάμεσα στους Προκαθημένους της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας και χάρη στην ανυπόκριτη αφοσίωση στην οικουμενική ιδέα του Πατριάρχη Αθηναγόρα Α’ και του Πάπα Παύλου του 6ου μία σειρά επαφών και υποχωρήσεων των δύο εκκλησιαστικών ηγετών, έφερε την πολυπόθητη άρση των αναθεμάτων στις 7 Δεκεμβρίου 1965 και την επανέναρξη του θεολογικού διαλόγου ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες. Τον Ιούλιο του 1967 ο Πάπας επισκέφθηκε επίσημα το Φανάρι και έγινε δεκτός τόσο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη όσο και από την Τουρκική Κυβέρνηση που μουδιασμένη παρακολουθούσε την έκταση που είχε πάρει στο διεθνή τύπο η ιστορική αυτή επίσκεψη.
Όταν ο Πάπας επισκέφθηκε την Αγία Σοφία και ενώ οι τουρκικές αρχές είχαν προειδοποιήσει για το ότι απαγορεύεται κάθε εκδήλωση που θα παρέπεμπε σε αναγνώριση της χριστιανικής ιερότητας του χώρου, ο Πάπας, ξαφνιάζοντας τους πάντες, γονάτισε στο σημείο που του υπέδειξαν πως βρίσκονταν η Αγία Τράπεζα του ναού πριν την άλωση και την κατάργησή του. Σαστισμένοι γονάτισαν γύρω του και τα υπόλοιπα μέλη της Ρωμαϊκής αντιπροσωπείας, προσευχόμενα στο χώρο αυτό που θεωρείται η απαρχή του Σχίσματος. Την επομένη ο τουρκικός τύπος εξέφρασε την έντονη αγανάκτησή του, αλλά το μήνυμα είχε περάσει. Συγκεκριμένα η φιλοϊσλαμική εφημερίδα Τερτσουμέν έγραψε: «ενώ δεν επιτρέπεται σε εμάς να επικαλούμαστε τον Αλλάχ μέσα στην Αγιασοφιά, χωρίς να πέσουμε στα χέρια της αστυνομίας, ο Πάπας κατάφερε με αυτή του την πράξη να μας σβήσει την ανάμνηση της μεγάλης ημέρας που μας είχε κάνει δώρο για πάντα, ο Μωάμεθ ο πορθητής».
Για την ιστορία, αξίζει να υπενθυμίσουμε πως όταν το Νοέμβριο του 2014 ο Πάπας Φραγκίσκος είχε επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη, όπως είχαν πράξει στο παρελθόν και οι προκάτοχοί του Άγιος Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β’ και επίτιμος Πάπας Βενέδικτος 16ος, ζήτησε να επισκεφθεί την Αγία Σοφία για να προσευχηθεί. Τότε τα διεθνή πρακτορεία είχαν γράψει πως «Μία τέτοια κίνηση μπορεί να δυσαρεστήσει κάποιους μουσουλμάνους, που θα ήθελαν να ξαναδούν την Αγία Σοφία να λειτουργεί ως τέμενος». Τελικά ο φωτογραφικός φακός απαθανάτισε τον Πάπα Φραγκίσκο να κρατάει κατά την επίσκεψή του στην Αγία Σοφία σφιχτά στο στήθος του, το σταυρό που φορούσε, με τα μάτια κλειστά.
Σ.Γ.