Ένας από τους σημαντικότερους έλληνες χαράκτες υπήρξε ο Δημήτριος Εμμαν. Γαλάνης. Με καταγωγή από την Κύμη, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1882, αν και ο πατέρας του τον ενέγραψε στα μητρώα του Δήμου Κύμης με ημερομηνία 17 Μαΐου 1879. Από το 1897 έως το 1899 σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο Αθηνών, ενώ καθοριστική ήταν η συνάντησή του με το δάσκαλό του στο σχέδιο, Νικηφόρο Λύτρα. Ήδη, από την ηλικία των 16 ετών είχε γίνει γνωστός, δημοσιεύοντας γελοιογραφίες στις εφημερίδες «Ακρόπολη», «Άστυ», «Σκριπ, «Παναθήναια», «Διάπλαση των Παίδων», αλλά και στην παρισινή εφημερίδα «Le Journal», με υποτροφία της οποίας σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού.
Εξαίρετος ζωγράφος και γελοιογράφος θα αναλάβει να φιλοτεχνήσει αναμνηστικές και διαφημιστικές αφίσες, ενώ θα συνεργαστεί με διάφορα γαλλικά και γερμανικά σατυρικά έντυπα όπως τα «L’Assiette au Beurre», «Le Rire», «Le Canard Sauvage», «Simplicissimus», «Lustige Blätter» και πολλά ακόμα. Από το 1902 έως το 1912 θα παρουσιάσει το ζωγραφικό, κυρίως του έργο, σε διάφορες εκθέσεις τόσο στη Γαλλία όσο και στη Γερμανία και θα συνδεθεί με σημαντικούς εκπροσώπους των καλλιτεχνικών ρευμάτων, που θα επηρεάσουν σημαντικά την εξέλιξή του. Ήδη στρέφονταν ολοένα και περισσότερο στην τέχνη της χαρακτικής, αρχικά με τη μέθοδο της ξυλογραφίας και στη συνέχεια με την οξυγραφία.
Ζώντας στη Μονμάρτη, παντρεύτηκε την Stéphanie-Julie Bouvier, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Jean-Sébastien Galanis, (1910–1940). Με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατετάγη ως εθελοντής στην περίφημη Λεγεώνα των Ξένων και συμμετείχε στη μάχη της Μάρνης. Ακολούθως και έχοντας αποκτήσει τη γαλλική υπηκοότητα, εστάλη στην Ελλάδα, στο μέτωπο της Μακεδονίας και από εκεί στην Κέρκυρα, όπου υπηρέτησε ως διερμηνέας των γαλλικών δυνάμεων κατοχής.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κέρκυρα, ο Γαλάνης θα εικονογραφήσει, το 1917, τρεις σπάνιες -σήμερα- εκδόσεις βιβλίων. Πρόκειται για το έργο του Jules Viguier «L’imprimerie Nationale de Corfou, 1798-1799», το «Promenade chez les Phéaciens» του Jean Léon και το θεατρικό «Ame pure en corps fou» που ανέβηκε από τα γαλλικά στρατεύματα κατοχής, για την εθνική τους επέτειο, στον κινηματογραφοθέατρο «Φοίνικα», στις 14 Ιουλίου 1917. Από το πρώτο, προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα και η ξυλογραφία της σημερινής μας παρουσίασης. Πρόκειται για το ρωμανικού τύπου κωδωνοστάσιο του καθολικού ναού του Αγίου Φραγκίσκου, επί της σημερινής οδού Νικηφόρου Θεοτόκη, στην πόλη της Κέρκυρας. Υπήρχε η εσφαλμένη πληροφορία ότι με την κατάληψη της Κέρκυρας από τα γαλλικά στρατεύματα του Βοναπάρτη και την κατάλυση της Βενετικής Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, στην καταργημένη και δημευμένη Μονή του Αγίου Φραγκίσκου, οι Γάλλοι εγκατέστησαν το εθνικό, πατριωτικό τυπογραφείο. Στην πραγματικότητα, αυτό συνέβη στην εξίσου καταργημένη Μονή της Τενέδου, ενώ στον Άγιο Φραγκίσκο, οι γαλλικές αρχές παραχώρησαν ένα τμήμα στον τυπογράφο και στην οικογένειά του για τη διαμονή τους. Γι’ αυτό και ο σπουδαίος αυτός χαράκτης, τιτλοφόρησε το έργο του «Το Εθνικό Τυπογραφείο της Κέρκυρας 1798-1799».
Με το πέρας του πολέμου, ο Γαλάνης επέστρεψε στην οικογένειά του στο Παρίσι. Συμμετείχε σε εκθέσεις, παρουσιάζοντας τις δημιουργίες του δίπλα σε εκείνες του Matisse, Braque, Picasso, Chagall και Derain. Έχοντας αποκτήσει μία εξαιρετική φήμη θα προσκληθεί να εκθέσει στο Λονδίνο, στις Βρυξέλλες, στην Αίγυπτο, στη Νέα Υόρκη και θα συνεργαστεί με γνωστούς εκδοτικούς οίκους στην εικονογράφηση και διακόσμηση βιβλίων, με χαρακτικά του έργα. Το 1929 προσεκλήθη στη Ελλάδα για να αναλάβει την έδρα της Χαρακτικής στη Σχολή καλών Τεχνών, αλλά επέλεξε να παραμείνει στο Παρίσι όπου έως το 1937 παρέδιδε μαθήματα στο εργαστήριό του, απ’ όπου πέρασαν μερικά από τα κορυφαία ονόματα τόσο της γαλλικής όσο και της ελληνικής ζωγραφικής. Ο Γαλάνης ασχολήθηκε επίσης με το σχεδιασμό και τη χάραξη γραμματοσήμων, αλλά και βινιετών, ex libris και άλλων τυπογραφικών κοσμημάτων.
Η έκρηξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου επιφύλαξε στον Γαλάνη μία μεγάλη τραγωδία. Ο μοναχογιός του, ο οποίος υπηρετούσε στο γαλλικό ναυτικό, σκοτώθηκε όταν το πλοίο του χτυπήθηκε από τορπίλη γερμανικού υποβρυχίου. Ο Γαλάνης ο οποίος ζούσε στο Παρίσι που βρίσκονταν υπό Γερμανική κατοχή, προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πλήγμα ασχολούμενος με την τέχνη του και με την ανατροφή της μικρής του εγγονής.
Με τη λήξη του πολέμου εξελέγη καθηγητής ξυλογραφίας στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι και το 1945 εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Πέντε χρόνια μετά η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Ελλάδα, τον τίμησε ανάλογα, εκλέγοντάς τον αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο Γαλάνης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους δεξιοτέχνες ζωγράφους και χαράκτες της εποχής του κι ένας από τους πρωτοπόρους έλληνες δημιουργούς. Πειραματιζόμενος στα νέα ρεύματα του κυβισμού και του φοβισμού, καταστάλαξε σε ένα πολύ προσωπικό ύφος, βασιζόμενο στις αρχές της κλασικής παράδοσης της Ελλάδας και αυτό επιχείρησε να διδάξει σε πολλούς από τους μετέπειτα ζωγράφους και χαράκτες που ανανέωσαν με τις δικές τους δημιουργίες, τις ελληνικές εικαστικές τέχνες στην Ελλάδα.
Ο Γαλάνης επέστρεψε το 1965 στην Αθήνα όπου και πέθανε στις 20 Μαρτίου 1966, απολαμβάνοντας βαθιάς αναγνώρισης και τιμής.
Σ.Γ.