Στην τελευταία μας παρουσίαση αναφερθήκαμε στην ιστορία του πρεζέπιου, στη γνωστή φάτνη των Φραγκισκανών Αδελφών της Ιεράς Καρδίας του Ιησού από τη Μάλτα και η αναφορά αυτή, μας έφερε στο νου μία άλλη χαρακτηριστική φιγούρα από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν αυτής της κοινότητα: τον επί χρόνια νεωκόρο, το νόντσολο του Καθολικού Καθεδρικού Ναού της Κέρκυρας, τον αείμνηστο Σπύρο Αρτιτζόνε. Έναν μικροκαμωμένο μα αεικίνητο και συχνά μουτρωμένο ανθρωπάκο που για έξι και πλέον δεκαετίες έμενε κι εργαζόταν μέσα στο ναό, γενόμενος για κάποιους ένα βασικό του στοιχείο και για κάποιους άλλους το… στοιχειό του ναού.
Ο Σπύρος Αρτιτζόνε γεννήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1919 στο πατρικό, επί της σημερινής οδού Νικάνδρου, σπίτι του. Γιος του σιδερά Ευτυχίου Λουβίγγη Αρτιτζόνε (1875-1941) και της Ελισάβετ Πιάτσα, ήταν ο δεύτερος από τα πέντε παιδιά της οικογένειας, που πιθανότατα κατάγονταν από το Παλέρμο της Σικελίας. Σε ηλικία επτά ετών, μόλις είχε ξεπεράσει μια βαριά ασθένεια που θα τον ταλαιπωρούσε αρκετά χρόνια μετά, γράφτηκε στη Βασιλική Ιταλική Σχολή Αρρένων, όπου τελείωσε το δημοτικό και συνέχισε για δύο ακόμα χρόνια στο Ελληνικό Σχολείο. Αν και αρκετά καλός μαθητής, οι γονείς του, ανέθεσαν στο γνωστό κερκυραίο ράπτη Μόνακο, να μάθει στον Σπύρο και στα αδέρφια του την τέχνη της ραπτικής, που θα εξασκήσουν πολλά χρόνια αργότερα.
Την ίδια περίοδο ο εφημέριος του καθολικού καθεδρικού Ναού π. Σπυρίδων Τσίλιας (1898-1977) εγκατέστησε την οικογένεια Αρτιτζόνε μέσα στο Ναό των Αγίων Ιακώβου και Χριστοφόρου «Ντόμος» με σκοπό να προσφέρει τις υπηρεσίες της στο πλευρό του τότε νεωκόρου Ιωσήφ Πινιατάρου, εξασφαλίζοντάς τους παράλληλα, σκέπη, καταφύγιο και εργασία στο χώρο αυτό. Από τα πρώτα παιδικά του χρόνια, ο Σπύρος έρχεται σε επαφή με ένα περιβάλλον που δε θα θελήσει να αλλάξει ποτέ στη ζωή του. Αυτό που έγραψε ο μεγάλος ανθρωπιστής Albert Schweitzer «Από τις λειτουργίες που ήμουν παρών σαν παιδί, πήρα μαζί μου στη ζωή ένα αίσθημα σεβασμού για κάθε τι αξιοσέβαστο και μία ανάγκη για ησυχία και αυτοσυγκέντρωση, χωρίς την οποία δεν μου είναι δυνατόν να καταλάβω το νόημα της ζωής μου», γίνεται για τον Σπύρο Αρτιτζόνε αυτοσκοπός, συνείδηση και μοναδικός μα και μοναχικός τρόπος ζωής.
Ο μεγάλος πόλεμος εκτοπίζει όλους τους ιταλικής καταγωγής κερκυραίους κι ανάμεσα σ’ αυτούς τον Πεπίνο Πινιατάρο. Το 1939, ο Σπύρος καλείται να υπηρετήσει στο στρατό, ακολούθως στέλνεται στο αλβανικό μέτωπο και από εκεί σε άλλες μονάδες μέχρι το 1943. Στη θέση του μέσα στην εκκλησία μένει ο αδελφός του Γεράσιμος κι όταν πια ο Σπύρος επιστρέφει στην Κέρκυρα, αναλαμβάνει μόνιμα πλέον τη θέση του νεωκόρου της Καθολικής Μητροπόλεως.
Λίγους μήνες αργότερα η οικογένεια Αρτιτζόνε, όλη η καθολική κοινότητα μα κι ολόκληρη η Κέρκυρα, αντιμετωπίζουν τον πόνο και το χάος που έσπειραν οι γερμανικοί βομβαρδισμοί του Σεπτεμβρίου του 1943. Μαζί με τους αδερφούς του Τώνη και Γεράσιμο και τρεις καθολικούς αχθοφόρους, μπαίνουν στον φλεγόμενο από τις εμπρηστικές βόμβες ναό, προσπαθώντας να σβήσουν τα τρία εμπρηστικά φύλλα που είχαν κολλήσει στην ξύλινη οροφή. Μαζί με άλλους ενορίτες και όχι μόνο, καταφέρνουν να σβήσουν τα δύο από αυτά, το τρίτο όμως, σφηνωμένο στο μεσαίο τράβο της Μητροπόλεως εξάπλωσε σε τρομερά γρήγορους ρυθμούς την καταστροφική του φωτιά σ’ όλη την εκκλησία. Μέσα στις φλόγες καταφέρνουν να σώσουν ένα μέρος από το αρχείο της ενορίας, τα ασημικά του ναού, εκκλησιαστικά σκεύη και άμφια που μέχρι σήμερα θυμίζουν την καλαισθησία και τη λαμπρότητα περασμένων εποχών. Αποκορύφωμα της πράξης αυτής, το τόλμημα του Γεράσιμου Αρτιτζόνε, που αφού τον ευλόγησε ο π. Τσίλιας, όρμησε στο φλεγόμενο ναό, σώζοντας το σαντίσσιμο, την έκθεση της Θείας Μετάληψης, που εκτίθεται στην ίδια θέση, τόσους αιώνες έως σήμερα. Τρεις μέρες δούλευαν ασταμάτητα για να σώσουν ότι δεν είχε αποτεφρωθεί και καταστραφεί εντελώς. Ο πόνος να βλέπει κανείς να καίγεται και μέσα σε λίγη ώρα να χάνεται, κάτι που αγαπά και έχει δουλέψει με αφοσίωση και αυταπάρνηση, όπως ο Σπύρος, γι’ αυτό, είναι τρομερός. Ιστορία μα και καλλιτεχνικός πλούτος τόσων αιώνων χάνονταν μπροστά στα μάτια του. Μετά τη Μητρόπολη και το γραφείο της Ενορίας, το Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο με τη σπουδαία βιβλιοθήκη και το πλουσιότατο αρχείο και τέλος η ιστορική εκκλησία της Ευαγγελίστριας και το σχολείο των Γαλλίδων Καλογραιών.
Ο πόνος και η θύμηση αυτή, συντρόφευαν τον Σπύρο σε όλη του τη ζωή, κάνοντάς τον αδίστακτα προστατευτικό για ότι είχε προσπαθήσει να σώσει και για ότι τώρα του θύμιζε κάτι από τα νεανικά του χρόνια και το παρελθόν. Μετά την καταστροφή του Ντόμου, όλη του η δραστηριότητα περιορίστηκε πρώτα στο ναό του Αγίου Φραγκίσκου κι έπειτα, στην άλλη καθολική εκκλησία της πόλης, την Παναγία του Καρμήλου (Τένεδος). Θυσιάζοντας όλη του τη ζωτικότητα ως την τελευταία στιγμή της ζωής του, συνειδητοποιεί ότι το πολύπλευρο έργο του που πηγάζει από την αγάπη και το ψυχικό του δέσιμο με την εκκλησία, βοηθά και συντελεί στο να διατηρηθεί η παράδοση της εκκλησίας αναλλοίωτη, όπως ο ίδιος την είχε ζήσει στα παιδικά του χρόνια.
Τίμιος, τελειομανής, σχολαστικός υπηρέτησε στο πλευρό πέντε Επισκόπων: των Λεονάρδου Πρίντεζη, Αντωνίου Γρηγορίου Βουτσίνου, των τοποτηρητών Μάριου Μακρυωνίτη και Βενέδικτου Πρίντεζη και του Αντωνίου Βαρθαλίτη.
Αγαπούσε τη φύση, το ψάρεμα και τα λουλούδια. Δημιουργεί και οργανώνει τις τελετές κι αν ποτέ δε θέλησε να γίνει ο ίδιος ιερέας, πολλοί είναι αυτοί που θα πουν αργότερα, πως ο Σπύρος ήταν η ψυχή και η κινητήρια δύναμη του ναού. Παράλληλα όμως, η σχολαστικότητα κι η εμμονή του στην παράδοση, τον κάνουν πολλές φορές εγωιστή, πεισματάρη και καυστικό. Κάθε τι το καινούργιο, όπως ο ίδιος ομολογεί, του προκαλούσε δυσφορία και απάθεια. Του ήταν αδύνατο να υιοθετήσει κάποιον νεωτερισμό που δεν ταίριαζε σε αυτά που ο ίδιος είχε διδαχθεί και είχε εξασκήσει για πολλά χρόνια. Αλόγιστα πολλές φορές, έλεγε ή έκανε πεισματικά αυτά που ο ίδιος και αυτά που η πρακτική του σκέψη πίστευε, χωρίς να ενδιαφέρεται εάν θα δυσαρεστήσει ή θα πλήξει κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα. Θα ήταν όμως παράλογο να μη δείξει κανείς κατανόηση σε έναν κουρασμένο απ’ τη δουλειά και την αρρώστια γεροντάκο, αν δεν μπορεί να ακολουθήσει τις εξελίξεις μέσα και έξω από την εκκλησία. Παραπονιόταν ότι ποτέ δεν του έμενε λίγος χρόνος ελεύθερος, ν’ ακούσει λίγη μουσική, κάποια άρια ή να απαλλαγεί απ’ την καθημερινή κούραση μέσα στην εκκλησία.
Τα τελευταία χρόνια γινόταν όλο και πιο αργός χωρίς να το καταλαβαίνει. Ήθελε να προλαβαίνει τα πάντα, να τα κάνει ο ίδιος όπως και παλιά. Να τρέχει για τους εράνους, να γυαλίζει τα μεγάλα κανδήλια, να προετοιμάζει το στολισμό για τη Λιτανεία της Αγίας Δωρεάς, να ετοιμάζει εκατοντάδες βάγια και ότι άλλο απαιτούνταν για την Πασχαλινή περίοδο, να τακτοποιεί και να φροντίζει ότι χρειαζόταν για τις μεγάλες και τις επίσημες τελετές. Μα πάνω απ’ όλα, να προετοιμάζει τη φάτνη για τα Χριστούγεννα, μια δραστηριότητα που τον κρατούσε απασχολημένο για περισσότερο από ένα μήνα, κάθε χρονιά. Η εικόνα του να κρέμεται πάνω σε μια σκάλα, προσπαθώντας, στην κυριολεξία, να «ντύσει» το κεντρικό αλτάρε της Παναγίας, στα δεξιά του ναού, τα χάρτινα σπίτια και οι χαρτονένιες κατασκευές του, τις οποίες ζωγράφιζε για να αποτυπώσει την πόλη της Βηθλεέμ, το νευριασμένο του βλέμμα αν έπαιρνε κάποιον χαμπάρι να κρυφοκοιτά πίσω από την κόκκινη κουρτίνα την εξέλιξη της κατασκευής της φάτνης, πριν την ολοκλήρωσή της, η περηφάνια του το βράδυ της παστορέλας, όταν έβλεπε τον κόσμο να χαζεύει τη Θεία Οικογένεια στο σπήλαιο της γέννησης και να του εύχεται «χρόνια πολλά και του χρόνου», τον κατέστησαν εικόνα γνώριμη κι ίσως αναντικατάστατη μέσα στο ναό.
Σήμερα, ο στολισμός της φάτνης στο Ντόμο και πιο φωτεινός είναι και πιο εντυπωσιακός και με καλύτερη αισθητική, αλλά εκείνα τα χρόνια ήταν η υπόθεση ενός μικροκαμωμένου ανθρωπάκου που ισορροπώντας πάνω σε μια σκάλα ή μια σκαλωσιά άφηνε το αποτύπωμά του σε έναν ιερό χώρο, μέσα στον οποίον αφιέρωσε όλη του την ύπαρξη, όλη του τη ζωή. Η πρώτη φάτνη που έφτιαξε αμέσως μετά τα εγκαίνια του ανακαινισμένου από τις βόμβες ναού, ήταν τα Χριστούγεννα του 1970 και μια φωτογραφία από την πρώτη αυτή προσπάθεια, που κάθε χρόνο εμπλουτίζονταν με νέα πρόσωπα και νέα στοιχεία, επιλέξαμε να παρουσιάσουμε σήμερα, από τη συλλογή μας. Και φυσικά μία χαρακτηριστική φωτογραφία του κυρ Σπύρου, στην είσοδο του «σπιτιού» του, στην είσοδο του Καθεδρικού μας Ναού.
Τα χρόνια περνούσαν και οι γνωστοί του τον συμβούλευαν να μην εξαντλείται και να μην κουράζεται τόσο πολύ. Η αρρώστια τον ταλαιπωρεί και τον ρίχνει εξασθενημένο στο κρεβάτι. Το μόνο που ευχόταν πια, ήταν να πεθάνει σπίτι του, δηλαδή μέσα στην εκκλησία, όπου είχε ζήσει πάνω από εξήντα χρόνια και μοναδική του επιθυμία να κηδευτεί πνιγμένος στα λουλούδια. Την αισιοδοξία των τελευταίων ημερών στο νοσοκομείο τη διαδέχθηκε το προαίσθημα ότι το τέλος πλησιάζει. Παρακαλάει να τον μεταφέρουν στην Εκκλησία, αλλά οι γιατροί και οι προσφιλείς του αναγνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο.
Τελικά, την 5η Μαρτίου 1993, στις 11 το πρωί που οι δρόμοι της Κέρκυρας είχαν λασπώσει από την πολλή βροχή των τελευταίων ημερών, στο 204 δωμάτιο του παθολογικού τμήματος του παλιού νομαρχιακού μας νοσοκομείου, ο Σπύρος Αρτιτζόνε άφησε την τελευταία του πνοή, μόνος και γεμάτος αναμνήσεις, όπως έζησε μία ολόκληρη ζωή.
Σ.Γ.