Στα μέσα Ιουλίου του 1963 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας Α’ επισκέφθηκε την Κέρκυρα. Οι δεσμοί του με το νησί ήταν παλαιοί αφού εδώ είχε υπηρετήσει ως Μητροπολίτης Κερκύρας πριν τη μετάθεσή του στην Αρχιεπισκοπή της Αμερικής.
Ο Αθηναγόρας γεννήθηκε στις 26/03-06/04/1886 στο Βασιλικό της Ηπείρου και το 1903 εισήχθη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1910 έλαβε το πτυχίο του και εκάρη μοναχός και το 1919 προσελήφθη ως αρχιδιάκονος και Γραμματέας της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Το Δεκέμβριο του 1922 και ενώ ήταν ακόμα διάκονος, εξελέγη πανηγυρικά Μητροπολίτης Κερκύρας και στις 22 του ιδίου μήνα χειροτονήθηκε Επίσκοπος στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών.
Τον Φεβρουάριο του 1923 ενθρονίστηκε στην Κέρκυρα όπου επέδειξε ένα πολύπλευρο ιεραποστολικό, φιλανθρωπικό, οργανωτικό και εκδοτικό έργο. Ηγετική φυσιογνωμία και ιδιαίτερα εργατικός επεδίωξε αγαθές σχέσεις με την Καθολική Εκκλησία και είναι γνωστές οι συναντήσεις που είχε με τον Καθολικό Αρχιεπίσκοπο Λεονάρδο Πρίντεζη (1919-1940). Σχέσεις καλλιέργησε και με τις κοινότητες των Εβραίων, των Αρμενίων και των Αγγλικανών του νησιού, ενώ καθοριστική ήταν η φροντίδα και η περίθαλψή του προς τους Μικρασιάτες, Αρμενίους και Πόντιους πρόσφυγες που είχαν καταλύσει στην Κέρκυρα. Ο «ακούραστος σωματικώς αλλά και πνευματικός γίγας» όπως είχε αποκληθεί λόγω του επιβλητικού του αναστήματος, μερίμνησε για τη μόρφωση του κλήρου του, ιδρύοντας Ιερατική Σχολή και Ιεροδιδασκαλείο, αλλά και Οικοτροφείο με την επωνυμία «Κερκυραϊκή Σχολή». Σε αυτόν πιστώνεται και η εισαγωγή του αρμονίου στο προσκύνημα του Αγίου Σπυρίδωνα, (είχε προηγηθεί ακόμα μία προσπάθεια) αλλά και σε άλλους ναούς της εκκλησιαστικής του περιφέρειας.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του ένα χαρακτήρα που πετύχαινε, με υπομονή και μετριοπάθεια, συμβιβασμούς, τον εξέλεξε στις 12 Αυγούστου 1930 Αρχιεπίσκοπο Αμερικής, με την ελπίδα να εξαλείψει τις διχόνοιες που είχε επιφέρει στην ομογένεια ο Εθνικός Διχασμός. Η θητεία του στις Η.Π.Α. υπήρξε ιδιαιτέρως παραγωγική και οι προσωπικές σχέσεις που ανέπτυξε με τους Προέδρους Ρούζβελτ και Τρούμαν απεδείχθησαν πολλές φορές σωτήριες τόσο για τα ελληνικά εθνικά ζητήματα, όσο και για αυτά της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μέσα από μία σειρά παρασκηνιακών δραστηριοτήτων και μέσα σε ένα κλίμα ιδιαίτερα ασταθές, η Ενδημούσα Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εξέλεξε τον Αθηναγόρα, την 1η Νοεμβρίου 1948, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης, εγκαινιάζοντας μία σημαντική περίοδο για τον Οικουμενικό Θρόνο και τις σχέσεις του με τον υπόλοιπο κόσμο και τις ετερόδοξες εκκλησίες. Η ενίσχυση της εσωτερικής ιεραποστολής, η αναδιοργάνωση της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, η σύσφιξη των σχέσεων με τα Πατριαρχεία και τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες της Ανατολής, η οργάνωση των ορθοδόξων παροικιών του εξωτερικού, η ίδρυση του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών στη Μονή Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη, του Ορθοδόξου Κέντρου στο Σαμπεζί στη Γενεύη και της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης, αποτελούν μερικές ακόμα πτυχές του ποιμαντικού του έργου. Μελανό σημείο της πορείας του υπήρξαν τα Σεπτεμβριανά του 1955, όταν ο υποκινούμενος τουρκικός όχλος προέβη σε εκτεταμένες καταστροφές εκκλησιών, σχολείων, οικιών και καταστημάτων της ελληνικής παροικίας, εξωθώντας ένα μεγάλο της μέρος να εγκαταλείψει οριστικά τις εστίες του.
Μία από τις σημαντικότερες συνεισφορές του υπήρξε η θητεία του στον Οικουμενικό Διάλογο, σε συνεργασία με δύο Αγίες μορφές της Καθολικής Εκκλησίας, του Πάπα Ιωάννη 23ου και κυρίως του Πάπα Παύλου του 6ου τον οποίον πρωτοσυνάντησε στις 5 Ιανουαρίου 1964, στο Όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ, εγκαινιάζοντας μία σειρά ιστορικών συναντήσεων που οδήγησαν στη σύσταση μία επιτροπής για την προώθηση του διαλόγου ανάμεσα στις δύο χριστιανικές εκκλησίες, που παρά τα προβλήματα και τις δυστοκίες, συνεχίζεται έως σήμερα. Αποτέλεσμα των συναντήσεων αυτών υπήρξε η άρση των λεγόμενων αναθεμάτων που είχαν οδηγήσει το 1054 στο οριστικό Σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών Δύσης και Ανατολής, αλλά και η εκκίνηση της πορείας προς την γνωριμία, την εξάλειψη των προκαταλήψεων και την ενότητα.
Ο από Κερκύρας Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας πέθανε στις 7 Ιουλίου 1972 από επιπλοκές της υγείας του και ετάφη στην Κωνσταντινούπολη.
Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1963 ο Αθηναγόρας περιόδευσε στο Άγιο Όρος, με την ευκαιρία των πανηγυρισμών για τα χίλια χρόνια από την ίδρυση της Αθωνικής Πολιτείας. Από εκεί μετέβη στο Φάληρο, εκκινώντας μία μεγάλη περιοδεία στην Αθήνα, στη Ρόδο, στην Κάρπαθο, στην Κρήτη, σε περιοχές της Μακεδονίας, στην Ήπειρο και στη γενέτειρά του, το Βασιλικό Πωγωνίου, αλλά και στην Κέρκυρα, όπου έγινε με πανηγυρική επισημότητα δεκτός από τη Βασιλική Οικογένεια της Ελλάδος στο ανάκτορο του Μον Ρεπό, από εκπροσώπους της Πολιτείας, του Δήμου, της Εκκλησίας και από εκατοντάδες κερκυραίους που ξεχύθηκαν στους δρόμους για να υποδεχθούν το δικό τους Πατριάρχη.
Η φωτογραφία που παρουσιάζουμε σήμερα, εμφανίζει τον Αθηναγόρα στο Δημαρχιακό Μέγαρο της Κέρκυρας. Ο Πατριάρχης φωτογραφίζεται ανάμεσα σε δύο άλλες ηγετικές και εκρηκτικές φυσιογνωμίες της τοπικής Εκκλησίας, τους οποίους η κερκυραϊκή κοινωνία μνημονεύει έως σήμερα - για ξεχωριστούς λόγους και αφετηρίες - για το πολύμορφο και πολύπλευρο ιεραποστολικό και εθνικό τους έργο: Τον Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών Μεθόδιο Κοντοστάνο (1881-1972) και τον Αρχιεπίσκοπο Κερκύρας, Ζακύνθου – Κεφαλληνίας Αντώνιο Βαρθαλίτη (1924-2007).